παχύρριζος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pachyrrizos
|Transliteration C=pachyrrizos
|Beta Code=paxu/rrizos
|Beta Code=paxu/rrizos
|Definition=ον, [[with thick roots]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.11.4</span>, Dsc.1.14.
|Definition=παχύρριζον, [[with thick roots]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.11.4, Dsc.1.14.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παχύρριζος]], -ον, ΝΑ<br />(για φυτά) αυτός που έχει παχιές, χοντρές ρίζες, χονδρόρριζος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[παχύρριζος]]<br /><b>βοτ.</b> μικρό [[γένος]] αγγειόσπερων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] [[φαβώδη]], [[οικογένεια]] [[φαβίδες]]. Καλλιεργούνται στις τροπικές περιοχές της Ασίας, της Αφρικής και της Αμερικής, έχουν [[ρίζα]] σαρκώδη και θυμίζουν [[κατά]] την [[φυσιογνωμία]] τους το [[φασόλι]], τα σπέρματά τους όμως [[είναι]] δηλητηριώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), <b>πρβλ.</b> [[λεπτό]]-<i>ρριζος</i>. Η λ. με την νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pachyrhizus</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[παχύρριζος]], -ον, ΝΑ<br />(για φυτά) αυτός που έχει παχιές, χοντρές ρίζες, χονδρόρριζος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[παχύρριζος]]<br /><b>βοτ.</b> μικρό [[γένος]] αγγειόσπερων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] [[φαβώδη]], [[οικογένεια]] [[φαβίδες]]. Καλλιεργούνται στις τροπικές περιοχές της Ασίας, της Αφρικής και της Αμερικής, έχουν [[ρίζα]] σαρκώδη και θυμίζουν [[κατά]] την [[φυσιογνωμία]] τους το [[φασόλι]], τα σπέρματά τους όμως [[είναι]] δηλητηριώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), <b>πρβλ.</b> [[λεπτό]]-<i>ρριζος</i>. Η λ. με την νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pachyrhizus</i>].
}}
{{pape
|ptext=<i>mit [[dicken]] [[Wurzeln]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 11:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχύρριζος Medium diacritics: παχύρριζος Low diacritics: παχύρριζος Capitals: ΠΑΧΥΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: pachýrrizos Transliteration B: pachyrrizos Transliteration C: pachyrrizos Beta Code: paxu/rrizos

English (LSJ)

παχύρριζον, with thick roots, Thphr. HP 3.11.4, Dsc.1.14.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχύρριζος: -ον, ὁ παχείας ἔχων τὰς ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 4.

Greek Monolingual

-η, -ο / παχύρριζος, -ον, ΝΑ
(για φυτά) αυτός που έχει παχιές, χοντρές ρίζες, χονδρόρριζος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο παχύρριζος
βοτ. μικρό γένος αγγειόσπερων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη φαβώδη, οικογένεια φαβίδες. Καλλιεργούνται στις τροπικές περιοχές της Ασίας, της Αφρικής και της Αμερικής, έχουν ρίζα σαρκώδη και θυμίζουν κατά την φυσιογνωμία τους το φασόλι, τα σπέρματά τους όμως είναι δηλητηριώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. λεπτό-ρριζος. Η λ. με την νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pachyrhizus].

German (Pape)

mit dicken Wurzeln, Sp.