σιδηρόεις: Difference between revisions

From LSJ

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sidiroeis
|Transliteration C=sidiroeis
|Beta Code=sidhro/eis
|Beta Code=sidhro/eis
|Definition=εσσα, εν, gloss on [[μελάνδετος]], <span class="bibl"><span class="title">EM</span>551.40</span>.
|Definition=[[σιδηρόεις]], [[σιδηρόεσσα]], [[σιδηρόεν]], ''Glossaria'' on [[μελάνδετος]], ''EM''551.40.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που έχει μαύρο [[δέσιμο]] ή μαύρη [[λαβή]], [[μελάνδετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
|mltxt=[[σιδηρόεις]], [[σιδηρόεσσα]], [[σιδηρόεν]], Α<br />([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που έχει μαύρο [[δέσιμο]] ή μαύρη [[λαβή]], [[μελάνδετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόεις Medium diacritics: σιδηρόεις Low diacritics: σιδηρόεις Capitals: ΣΙΔΗΡΟΕΙΣ
Transliteration A: sidēróeis Transliteration B: sidēroeis Transliteration C: sidiroeis Beta Code: sidhro/eis

English (LSJ)

σιδηρόεις, σιδηρόεσσα, σιδηρόεν, Glossaria on μελάνδετος, EM551.40.

Greek Monolingual

σιδηρόεις, σιδηρόεσσα, σιδηρόεν, Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που έχει μαύρο δέσιμο ή μαύρη λαβή, μελάνδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + κατάλ. -όεις].