στολίδωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stolidoma
|Transliteration C=stolidoma
|Beta Code=stoli/dwma
|Beta Code=stoli/dwma
|Definition=ατος, τό, [[fold]], περισφίγγει -ώμασι πέπλος <span class="title">AP</span>5.103 (Marc. Arg.).
|Definition=-ατος, τό, [[fold]], περισφίγγει -ώμασι πέπλος ''AP''5.103 (Marc. Arg.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] τό, Falte, πέπλου M. Arg. 3 (V, 104).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] τό, Falte, πέπλου M. Arg. 3 (V, 104).
}}
{{elru
|elrutext='''στολίδωμα:''' ατος (ῐ) τό складка (στολιδώματα λεπτοῦ πέπλου Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[στολιδοῦμαι]]<br />[[πτυχή]] ενδύματος, [[πιέτα]] («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι [[πέπλος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
|mltxt=τὸ, Α [[στολιδοῦμαι]]<br />[[πτυχή]] ενδύματος, [[πιέτα]] («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι [[πέπλος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''στολίδωμα:''' ατος (ῐ) τό складка (στολιδώματα λεπτοῦ πέπλου Anth.).
}}
}}

Latest revision as of 13:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στολίδωμα Medium diacritics: στολίδωμα Low diacritics: στολίδωμα Capitals: ΣΤΟΛΙΔΩΜΑ
Transliteration A: stolídōma Transliteration B: stolidōma Transliteration C: stolidoma Beta Code: stoli/dwma

English (LSJ)

-ατος, τό, fold, περισφίγγει -ώμασι πέπλος AP5.103 (Marc. Arg.).

German (Pape)

[Seite 946] τό, Falte, πέπλου M. Arg. 3 (V, 104).

Russian (Dvoretsky)

στολίδωμα: ατος (ῐ) τό складка (στολιδώματα λεπτοῦ πέπλου Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

στολίδωμα: τό, πτυχή, «σοῦφρα», «λόξα», πέπλου Ἀνθ. Π. 5. 104.

Greek Monolingual

τὸ, Α στολιδοῦμαι
πτυχή ενδύματος, πιέτα («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι πέπλος», Ανθ. Παλ.).