συγχωρητικός: Difference between revisions
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygchoritikos | |Transliteration C=sygchoritikos | ||
|Beta Code=sugxwrhtiko/s | |Beta Code=sugxwrhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[assigning a place to]] . ., [[νοῦς]] συγχωρητικὸς πάντων Herm. ap. Stob.1.18.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγχωρητικός''': -ή, -όν, ὁ κλίνων εἰς ὑποχώρησιν, [[ἐνδοτικός]], συγχωρῶν, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 1193C, κτλ. | |lstext='''συγχωρητικός''': -ή, -όν, ὁ κλίνων εἰς ὑποχώρησιν, [[ἐνδοτικός]], συγχωρῶν, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 1193C, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[συγχωρητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συγχωρῶ]]<br />αυτός που εύκολα συγχωρεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο παρέχεται [[συγχώρηση]], [[συγγνώμη]], [[συγχωρητήριος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συγχωρητικό</i><br />το συγχωροχάρτι<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, [[ενδοτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγχωρητικῶς</i> Α<br />[[κατά]] [[συγχώρηση]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[συγχωρητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συγχωρῶ]]<br />αυτός που εύκολα συγχωρεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο παρέχεται [[συγχώρηση]], [[συγγνώμη]], [[συγχωρητήριος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συγχωρητικό</i><br />το συγχωροχάρτι<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, [[ενδοτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγχωρητικῶς</i> Α<br />[[κατά]] [[συγχώρηση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:08, 25 May 2023
English (LSJ)
ή, όν, assigning a place to . ., νοῦς συγχωρητικὸς πάντων Herm. ap. Stob.1.18.3.
German (Pape)
[Seite 972] ή, όν, zum Nachgeben gehörig, nachgiebig, nachsichtig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγχωρητικός: -ή, -όν, ὁ κλίνων εἰς ὑποχώρησιν, ἐνδοτικός, συγχωρῶν, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 1193C, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συγχωρητικός, -ή, -όν, ΝΑ συγχωρῶ
αυτός που εύκολα συγχωρεί
νεοελλ.
1. αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγγνώμη, συγχωρητήριος
2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητικό
το συγχωροχάρτι
αρχ.
αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, ενδοτικός.
επίρρ...
συγχωρητικῶς Α
κατά συγχώρηση.