χαμαιβάλανος: Difference between revisions
From LSJ
Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[λόγια]] [[ονομασία]] είδους του φυτού ευφόρβιο, κν. γνωστού [[σήμερα]] ως [[γαλατσίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βάλανος]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[λόγια]] [[ονομασία]] είδους του φυτού ευφόρβιο, κν. γνωστού [[σήμερα]] ως [[γαλατσίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βάλανος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Erdeichel]]</i>, eine Art [[Wolfsmilch]], [[sonst]] [[ἄπιος]], Diosc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:09, 24 November 2022
English (LSJ)
[βᾰ], ἡ, = ἄπιος (A) ΙΙ, Dsc.4.175.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιβάλᾰνος: ἡ, εἶδος τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», Euphorbia apios, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 4, 174 (177).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
λόγια ονομασία είδους του φυτού ευφόρβιο, κν. γνωστού σήμερα ως γαλατσίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + βάλανος.
German (Pape)
ἡ, Erdeichel, eine Art Wolfsmilch, sonst ἄπιος, Diosc.