δουλευτέον: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=doulefteon
|Transliteration C=doulefteon
|Beta Code=douleute/on
|Beta Code=douleute/on
|Definition=[[one must be a slave]], τινί <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>395</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ba.</span>366</span>; οὐ μὴν δουλευτέον τοὺς νοῦν ἔχοντας τοῖς κακῶς φρονοῦσιν <span class="bibl">Isoc.9.7</span>.
|Definition=[[one must be a slave]], τινί E.''Ph.''395, ''Ba.''366; οὐ μὴν δουλευτέον τοὺς νοῦν ἔχοντας τοῖς κακῶς φρονοῦσιν Isoc.9.7.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que ser esclavo]], [[hay que servir]] ἐς τὸ κέρδος παρὰ φύσιν δ. E.<i>Ph</i>.395, cf. Plu.<i>Demetr</i>.14, c. dat. τῷ Βακχίῳ E.<i>Ba</i>.366, τῷ σώματι Basil.<i>Gent</i>.9.<br /><b class="num">2</b> c. ac. y dat. agente [[hay que esclavizar]] οὐ μὴν δ. τοὺς νοῦν ἔχοντας τοῖς κακῶς φρονοῦσιν y los malintencionados no deben esclavizar a los sensatos</i> Isoc.9.7.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δουλευτέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ [[εἶναι]] [[δοῦλος]], Εὐρ. Φοιν. 395, Βάκχ. 366. ΙΙ. ἐν Ἰσοκρ. 190Β, πρέπει πιθ. νὰ γραφῇ
|lstext='''δουλευτέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ [[εἶναι]] [[δοῦλος]], Εὐρ. Φοιν. 395, Βάκχ. 366. ΙΙ. ἐν Ἰσοκρ. 190Β, πρέπει πιθ. νὰ γραφῇ
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que ser esclavo]], [[hay que servir]] ἐς τὸ κέρδος παρὰ φύσιν δ. E.<i>Ph</i>.395, cf. Plu.<i>Demetr</i>.14, c. dat. τῷ Βακχίῳ E.<i>Ba</i>.366, τῷ σώματι Basil.<i>Gent</i>.9.<br /><b class="num">2</b> c. ac. y dat. agente [[hay que esclavizar]] οὐ μὴν δ. τοὺς νοῦν ἔχοντας τοῖς κακῶς φρονοῦσιν y los malintencionados no deben esclavizar a los sensatos</i> Isoc.9.7.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δουλευτέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να γίνει [[δούλος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δουλευτέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να γίνει [[δούλος]], σε Ευρ.
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουλευτέον Medium diacritics: δουλευτέον Low diacritics: δουλευτέον Capitals: ΔΟΥΛΕΥΤΕΟΝ
Transliteration A: douleutéon Transliteration B: douleuteon Transliteration C: doulefteon Beta Code: douleute/on

English (LSJ)

one must be a slave, τινί E.Ph.395, Ba.366; οὐ μὴν δουλευτέον τοὺς νοῦν ἔχοντας τοῖς κακῶς φρονοῦσιν Isoc.9.7.

Spanish (DGE)

1 hay que ser esclavo, hay que servir ἐς τὸ κέρδος παρὰ φύσιν δ. E.Ph.395, cf. Plu.Demetr.14, c. dat. τῷ Βακχίῳ E.Ba.366, τῷ σώματι Basil.Gent.9.
2 c. ac. y dat. agente hay que esclavizar οὐ μὴν δ. τοὺς νοῦν ἔχοντας τοῖς κακῶς φρονοῦσιν y los malintencionados no deben esclavizar a los sensatos Isoc.9.7.

Greek (Liddell-Scott)

δουλευτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ εἶναι δοῦλος, Εὐρ. Φοιν. 395, Βάκχ. 366. ΙΙ. ἐν Ἰσοκρ. 190Β, πρέπει πιθ. νὰ γραφῇ

Greek Monotonic

δουλευτέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να γίνει δούλος, σε Ευρ.