καταρρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katarrepis
|Transliteration C=katarrepis
|Beta Code=katarreph/s
|Beta Code=katarreph/s
|Definition=ές, = [[ἑτερορρεπής]], Hsch.
|Definition=καταρρεπές, = [[ἑτερορρεπής]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui penche]].<br />'''Étymologie:''' [[καταρρέπω]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>sich [[abwärts]], auf eine [[Seite]] [[neigend]]</i>, [[ἑτερορρεπής]] erkl. Hesych.
}}
{{elru
|elrutext='''καταρρεπής:''' [[склоняющийся]] (вниз), т. е. обращенный, направленный (πρός τι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταρρεπής''': -ές, ῥέπων πρὸς τὰ [[κάτω]], [[κατωφερής]], ἢ καὶ πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]] κλίνων, διὸ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἑτερορρεπὴς ἢ [[ἑτεροκλινής]]».
|lstext='''καταρρεπής''': -ές, ῥέπων πρὸς τὰ [[κάτω]], [[κατωφερής]], ἢ καὶ πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]] κλίνων, διὸ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἑτερορρεπὴς ἢ [[ἑτεροκλινής]]».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui penche.<br />'''Étymologie:''' [[καταρρέπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταρρεπής]], -ές (Α) [[καταρρέπω]]<br />αυτός που ρέπει, που γέρνει [[προς]] τα [[κάτω]] ή που γέρνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], ο [[ετεροκλινής]].
|mltxt=[[καταρρεπής]], -ές (Α) [[καταρρέπω]]<br />αυτός που ρέπει, που γέρνει [[προς]] τα [[κάτω]] ή που γέρνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], ο [[ετεροκλινής]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταρρεπής:''' [[склоняющийся]] (вниз), т. е. обращенный, направленный (πρός τι Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 09:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρεπής Medium diacritics: καταρρεπής Low diacritics: καταρρεπής Capitals: ΚΑΤΑΡΡΕΠΗΣ
Transliteration A: katarrepḗs Transliteration B: katarrepēs Transliteration C: katarrepis Beta Code: katarreph/s

English (LSJ)

καταρρεπές, = ἑτερορρεπής, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche.
Étymologie: καταρρέπω.

German (Pape)

ές, sich abwärts, auf eine Seite neigend, ἑτερορρεπής erkl. Hesych.

Russian (Dvoretsky)

καταρρεπής: склоняющийся (вниз), т. е. обращенный, направленный (πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καταρρεπής: -ές, ῥέπων πρὸς τὰ κάτω, κατωφερής, ἢ καὶ πρὸς τὸ ἕτερον μέρος κλίνων, διὸ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἑτερορρεπὴς ἢ ἑτεροκλινής».

Greek Monolingual

καταρρεπής, -ές (Α) καταρρέπω
αυτός που ρέπει, που γέρνει προς τα κάτω ή που γέρνει προς το ένα μέρος, ο ετεροκλινής.