κρούστης: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kroystis | |Transliteration C=kroystis | ||
|Beta Code=krou/sths | |Beta Code=krou/sths | ||
|Definition= | |Definition=κρούστου, ὁ, = Lat. [[petulcus]], Dosith.p.397 K. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κρούστης]]) [[κρούω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κρούει ή το όργανο με το οποίο κρούεται [[κάτι]], [[επικρουστήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιτίθεται και χτυπά με το [[κεφάλι]] ή με τα κέρατα. | |mltxt=ο (Α [[κρούστης]]) [[κρούω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κρούει ή το όργανο με το οποίο κρούεται [[κάτι]], [[επικρουστήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιτίθεται και χτυπά με το [[κεφάλι]] ή με τα κέρατα. | ||
}} | }} |