ἐμβρυοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=emvryotomos
|Transliteration C=emvryotomos
|Beta Code=e)mbruoto/mos
|Beta Code=e)mbruoto/mos
|Definition=ὁ, [[instrument for cutting up the foetus]], <span class="bibl">Sor.2.63</span>.
|Definition=ὁ, [[instrument for cutting up the foetus]], Sor.2.63.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ medic. [[instrumento para escindir el feto]] muerto, Sor.4.5.78, Anon.Med.<i>Ferr</i>.282.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμβρυοτόμος''': ὁ, τέμνων [[ἔμβρυον]], [[ἐργαλεῖον]] μαιευτικόν, Κοντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 319.
|lstext='''ἐμβρυοτόμος''': ὁ, τέμνων [[ἔμβρυον]], [[ἐργαλεῖον]] μαιευτικόν, Κοντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 319.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ medic. [[instrumento para escindir el feto]] muerto, Sor.4.5.78, Anon.Med.<i>Ferr</i>.282.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐμβρυοτόμος]])<br />χειρουργικό [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για [[εμβρυοτομία]] σε [[κύημα]] που έχει πεθάνει [[μέσα]] στη [[μήτρα]].
|mltxt=ο (AM [[ἐμβρυοτόμος]])<br />χειρουργικό [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για [[εμβρυοτομία]] σε [[κύημα]] που έχει πεθάνει [[μέσα]] στη [[μήτρα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβρῠοτόμος Medium diacritics: ἐμβρυοτόμος Low diacritics: εμβρυοτόμος Capitals: ΕΜΒΡΥΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: embryotómos Transliteration B: embryotomos Transliteration C: emvryotomos Beta Code: e)mbruoto/mos

English (LSJ)

ὁ, instrument for cutting up the foetus, Sor.2.63.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ medic. instrumento para escindir el feto muerto, Sor.4.5.78, Anon.Med.Ferr.282.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβρυοτόμος: ὁ, τέμνων ἔμβρυον, ἐργαλεῖον μαιευτικόν, Κοντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 319.

Greek Monolingual

ο (AM ἐμβρυοτόμος)
χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για εμβρυοτομία σε κύημα που έχει πεθάνει μέσα στη μήτρα.