ἐπιπρόσωπος: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epiprosopos | |Transliteration C=epiprosopos | ||
|Beta Code=e)pipro/swpos | |Beta Code=e)pipro/swpos | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιπρόσωπον, [[with a face represented on it]], φιάλη ''Annuario'' 4/5.463 (Halic., iii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιπρόσωπος]], -ον (Α)<br /><b>επιγρ.</b> αυτός που φέρει στην επιφάνειά του την [[εικόνα]] ενός προσώπου. | |mltxt=[[ἐπιπρόσωπος]], -ον (Α)<br /><b>επιγρ.</b> αυτός που φέρει στην επιφάνειά του την [[εικόνα]] ενός προσώπου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπιπρόσωπον, with a face represented on it, φιάλη Annuario 4/5.463 (Halic., iii B.C.).
Greek Monolingual
ἐπιπρόσωπος, -ον (Α)
επιγρ. αυτός που φέρει στην επιφάνειά του την εικόνα ενός προσώπου.