ἀγνώσσω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=agnosso | |Transliteration C=agnosso | ||
|Beta Code=a)gnw/ssw | |Beta Code=a)gnw/ssw | ||
|Definition== [[ἀγνοέω]], pres. only, mostly poet., Simm.1.13, < | |Definition== [[ἀγνοέω]], pres. only, mostly ''poet.'', Simm.1.13, Musae. 249, D.P.173, Coluth.8, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 1.425, etc.; in late Prose, Luc.''Ep. Sat.''25. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [sólo pres.]<br /><b class="num">1</b> [[no entender]], [[no comprender]] οὐδέ τι τοίγε ἄλλων ἀγνώσσουσι βροτῶν ὀνομάκλυτον αὐδήν Simm.1.13.<br /><b class="num">2</b> [[ignorar]], [[no conocer]], [[desconocer]] ἀγνώσσεις ... ὅτι ¿no sabes que ... ?</i> Musae.249, μόνος ... ἀγνώσσεις ὡς ... Luc.<i>Ep.Sat</i>.25<br /><b class="num">•</b>c. ac. ἀγνώσσων ἁλὸς ἔργα Colluth.8, ἄρκυν ὀλέθρου Nonn.<i>D</i>.1.425, δόλον Nonn.<i>D</i>.16.252<br /><b class="num">•</b>abs. παρ' ἀνδρὶ ἀγνώσσοντι D.P.173. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγνώσσω''': [[ἀγνοέω]], ἐν χρήσει μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς ἐν τῷ Μουσαίῳ 249, Διον. Περ. 173, Κολούθῳ 8, Νόννῳ, κτλ. ὡς καὶ παρὰ Λουκ. Ἐπιστ. Κρονικ. 25 (μετὰ διαφ. γραφῆς ἀγνοεῖς) πιθ. ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ παλαιοῦ Ὁμηρ. τύπου ἀγνώσασκε· (ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀγνοέω]]) κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[λιμώσσω]] κτλ., πρβλ. Λοβ. Φρύν. 607 κἑξ. | |lstext='''ἀγνώσσω''': [[ἀγνοέω]], ἐν χρήσει μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς ἐν τῷ Μουσαίῳ 249, Διον. Περ. 173, Κολούθῳ 8, Νόννῳ, κτλ. ὡς καὶ παρὰ Λουκ. Ἐπιστ. Κρονικ. 25 (μετὰ διαφ. γραφῆς ἀγνοεῖς) πιθ. ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ παλαιοῦ Ὁμηρ. τύπου ἀγνώσασκε· (ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀγνοέω]]) κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[λιμώσσω]] κτλ., πρβλ. Λοβ. Φρύν. 607 κἑξ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
= ἀγνοέω, pres. only, mostly poet., Simm.1.13, Musae. 249, D.P.173, Coluth.8, Nonn. D. 1.425, etc.; in late Prose, Luc.Ep. Sat.25.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo pres.]
1 no entender, no comprender οὐδέ τι τοίγε ἄλλων ἀγνώσσουσι βροτῶν ὀνομάκλυτον αὐδήν Simm.1.13.
2 ignorar, no conocer, desconocer ἀγνώσσεις ... ὅτι ¿no sabes que ... ? Musae.249, μόνος ... ἀγνώσσεις ὡς ... Luc.Ep.Sat.25
•c. ac. ἀγνώσσων ἁλὸς ἔργα Colluth.8, ἄρκυν ὀλέθρου Nonn.D.1.425, δόλον Nonn.D.16.252
•abs. παρ' ἀνδρὶ ἀγνώσσοντι D.P.173.
German (Pape)
[Seite 19] nur bei Sp. wie Col. 8. 186; oft Nonn.; D. Per. 173; Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγνώσσω: ἀγνοέω, ἐν χρήσει μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς ἐν τῷ Μουσαίῳ 249, Διον. Περ. 173, Κολούθῳ 8, Νόννῳ, κτλ. ὡς καὶ παρὰ Λουκ. Ἐπιστ. Κρονικ. 25 (μετὰ διαφ. γραφῆς ἀγνοεῖς) πιθ. ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ παλαιοῦ Ὁμηρ. τύπου ἀγνώσασκε· (ἴδε τὸ ῥῆμα ἀγνοέω) κατ’ ἀναλογίαν τοῦ λιμώσσω κτλ., πρβλ. Λοβ. Φρύν. 607 κἑξ.