Ληναγέτας: Difference between revisions

From LSJ

γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Linagetas
|Transliteration C=Linagetas
|Beta Code=&#42;lhnage/tas
|Beta Code=&#42;lhnage/tas
|Definition=α, ὁ, (Λῆναι) [[leader of Bacchanals]], θοᾶν Ληναγέτα Βακχᾶν <span class="title">BMus.Inscr.</span>902 (Halic., iii B.C.).
|Definition=α, ὁ, ([[Λῆναι]]) [[leader of Bacchanals]], θοᾶν Ληναγέτα Βακχᾶν ''BMus.Inscr.''902 (Halic., iii B.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Ληναγέτας]], ὁ (Α)<br />ο [[αρχηγός]] της πομπής τών Βακχών που βρίσκονταν σε [[έκσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Λῆναι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ᾱγέτας</i> (δωρ. τ. του -<i>αγέτης</i><span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>). Το -<i>ᾱ</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
|mltxt=[[Ληναγέτας]], ὁ (Α)<br />ο [[αρχηγός]] της πομπής τών Βακχών που βρίσκονταν σε [[έκσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Λῆναι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ᾱγέτας</i> (δωρ. τ. του -<i>αγέτης</i><span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>). Το -<i>ᾱ</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ληνᾱγέτας Medium diacritics: Ληναγέτας Low diacritics: Ληναγέτας Capitals: ΛΗΝΑΓΕΤΑΣ
Transliteration A: Lēnagétas Transliteration B: Lēnagetas Transliteration C: Linagetas Beta Code: *lhnage/tas

English (LSJ)

α, ὁ, (Λῆναι) leader of Bacchanals, θοᾶν Ληναγέτα Βακχᾶν BMus.Inscr.902 (Halic., iii B.C.).

Greek Monolingual

Ληναγέτας, ὁ (Α)
ο αρχηγός της πομπής τών Βακχών που βρίσκονταν σε έκσταση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λῆναι + -ᾱγέτας (δωρ. τ. του -αγέτης< ἄγω). Το -- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].