ταχυπέτης: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tachypetis
|Transliteration C=tachypetis
|Beta Code=taxupe/ths
|Beta Code=taxupe/ths
|Definition=ες, or τᾰχῠ-πετής, ές, (πέτομαι) [[flying fast]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ὠκύπτερον]].
|Definition=ες, or τᾰχῠ-πετής, ές, ([[πέτομαι]]) [[flying fast]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ὠκύπτερον]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠπέτης Medium diacritics: ταχυπέτης Low diacritics: ταχυπέτης Capitals: ΤΑΧΥΠΕΤΗΣ
Transliteration A: tachypétēs Transliteration B: tachypetēs Transliteration C: tachypetis Beta Code: taxupe/ths

English (LSJ)

ες, or τᾰχῠ-πετής, ές, (πέτομαι) flying fast, Suid. s.v. ὠκύπτερον.

German (Pape)

[Seite 1076] ες, schnell fliegend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠπέτης: -ες, ἢ πετής, ές, (πέτομαι) ὁ ταχέως πετόμενος, Σουΐδ., Εὐστ.· ― περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ταύτης ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ. 1. σ. 313 κἑξ., ἀλλ’ ἴδε καὶ σ. 309 κἑξ.

Greek Monolingual

ο / ταχυπέτης -ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, -ές, ΜΑ νεοελλ. ζωολ. λόγια ονομασία γένους νηκτικών πτηνών
μσν.-αρχ.
(κυριολ. και μτφ.) ταχύπτερος, αυτός που πετά γρήγορα («φθάνει τὸ τοῦ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -πέτης / -πετής (< πέτομαι), πρβλ. ὑψι-πέτης / ὑψι-πετής].