ἀσύλληπτος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asylliptos | |Transliteration C=asylliptos | ||
|Beta Code=a)su/llhptos | |Beta Code=a)su/llhptos | ||
|Definition= | |Definition=ἀσύλληπτον, [[not conceiving]], Dsc.4.19; [[preventing conception]], φάρμακον Aët. 16.17. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no puede concebir]], [[estéril]] Dsc.4.19.<br /><b class="num">2</b> [[anticonceptivo]] φάρμακον Aët.16.17, φίλτρον <i>Cyran</i>.2.7.21.<br /><b class="num">II</b> [[no capturado]] φυλάττειν αὐτὸν ἀσύλληπτον Iust.Phil.<i>Qu.et Resp</i>.M.6.1372C. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσύλληπτος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ μὴ συλλαμβάνουσα ἐν γαστρί, Διοσκ. 4. 19· ὁ μὴ συλλαμβανόμενος, Ψευδο-Ἰουστῖνος 1372C, [[ὁπόθεν]] τὸ ἐπίρρ. ἀσυλλήπτως. | |lstext='''ἀσύλληπτος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ μὴ συλλαμβάνουσα ἐν γαστρί, Διοσκ. 4. 19· ὁ μὴ συλλαμβανόμενος, Ψευδο-Ἰουστῖνος 1372C, [[ὁπόθεν]] τὸ ἐπίρρ. ἀσυλλήπτως. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύλληπτος]], -ον)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για καταδιωκόμενο) που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συλληφθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ακατάληπτος]], [[ανεξιχνίαστος]]<br /><b>2.</b> [[λεπτοφυής]], υπερβολικά [[λεπτός]], [[αόρατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) που δεν μπορεί να συλλάβει ή να κυοφορήσει. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύλληπτος]], -ον)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για καταδιωκόμενο) που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συλληφθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ακατάληπτος]], [[ανεξιχνίαστος]]<br /><b>2.</b> [[λεπτοφυής]], υπερβολικά [[λεπτός]], [[αόρατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) που δεν μπορεί να συλλάβει ή να κυοφορήσει. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:34, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀσύλληπτον, not conceiving, Dsc.4.19; preventing conception, φάρμακον Aët. 16.17.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no puede concebir, estéril Dsc.4.19.
2 anticonceptivo φάρμακον Aët.16.17, φίλτρον Cyran.2.7.21.
II no capturado φυλάττειν αὐτὸν ἀσύλληπτον Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1372C.
German (Pape)
[Seite 379] nicht zu fassen, unbegreiflich, Sp.; nicht empfangend, nicht schwanger werdend, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύλληπτος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ μὴ συλλαμβάνουσα ἐν γαστρί, Διοσκ. 4. 19· ὁ μὴ συλλαμβανόμενος, Ψευδο-Ἰουστῖνος 1372C, ὁπόθεν τὸ ἐπίρρ. ἀσυλλήπτως.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσύλληπτος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
(για καταδιωκόμενο) που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συλληφθεί
νεοελλ.
1. ακατάληπτος, ανεξιχνίαστος
2. λεπτοφυής, υπερβολικά λεπτός, αόρατος
αρχ.
(για γυναίκα) που δεν μπορεί να συλλάβει ή να κυοφορήσει.