προκαταπαύω: Difference between revisions
From LSJ
ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prokatapayo | |Transliteration C=prokatapayo | ||
|Beta Code=prokatapau/w | |Beta Code=prokatapau/w | ||
|Definition=[[cause to cease before]], τινος [[from]]…, | |Definition=[[cause to cease before]], τινος [[from]]…, Lib.''Or.''18.99; but <b class="b3">π. [τινὰ] ροῦ συμμέτρου</b> [[before]] the [[moderate]] [[amount]], Gal.6.286. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
cause to cease before, τινος from…, Lib.Or.18.99; but π. [τινὰ] ροῦ συμμέτρου before the moderate amount, Gal.6.286.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταπαύω: καταπαύω, πρότερον, οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῦσαι τοῦ φρονήματος Λιβάν. 1. 554.
Greek Monolingual
Α καταπαύω
1. κάνω να σταματήσει κάτι εκ τών προτέρων («οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῦσαι τοῦ φρονήματος», Λιβάν.)
2. καταπαύω, σταματώ προτού να... («προκαταπαύειν τινὰ τοῦ συμμέτρου», Γαλ.).