μύσκλοι: Difference between revisions
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
m (Text replacement - "Dim. of <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "Dim. of $1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myskloi | |Transliteration C=myskloi | ||
|Beta Code=mu/skloi | |Beta Code=mu/skloi | ||
|Definition= | |Definition=[[σκολιοί]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> = [[οἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων]], Id. μύσκλον, τό, = [[μύξα]] (B), Orib.''Syn.''6.43. μύσκος, ὁ, ''Dim. of'' [[μῦς]], for [[μυΐσκος]], Hdn.Gr.1.148.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">μύσκος· μίασμα, κῆδος</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μύσκλοι]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «σκολιοί» <br />β) «oἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με μία [[γλώσσα]] «μύσκελος<br />[[στραβόπους]]» η οποία καλύπτει [[κατά]] ένα [[μέρος]] την πρώτη σημ. του [[μύσκλοι]] «σκολιοί», δηλ. κυρτοί (<b>πρβλ.</b> και τα ανθρωπωνύμια <i>Μύσκελος</i>, <i>Μύσκων</i>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:56, 24 August 2023
English (LSJ)
σκολιοί, Hsch.
II = οἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων, Id. μύσκλον, τό, = μύξα (B), Orib.Syn.6.43. μύσκος, ὁ, Dim. of μῦς, for μυΐσκος, Hdn.Gr.1.148.
II μύσκος· μίασμα, κῆδος, Hsch.
Greek Monolingual
μύσκλοι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) α) «σκολιοί»
β) «oἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μία γλώσσα «μύσκελος
στραβόπους» η οποία καλύπτει κατά ένα μέρος την πρώτη σημ. του μύσκλοι «σκολιοί», δηλ. κυρτοί (πρβλ. και τα ανθρωπωνύμια Μύσκελος, Μύσκων)].