δαϊκτός: Difference between revisions
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=daiktos | |Transliteration C=daiktos | ||
|Beta Code=dai+kto/s | |Beta Code=dai+kto/s | ||
|Definition= | |Definition=δαϊκτή, δαϊκτόν, to [[be slain]], Orph.''A.'' 976. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:22, 25 August 2023
English (LSJ)
δαϊκτή, δαϊκτόν, to be slain, Orph.A. 976.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que corroe φθόνος Anacreont.42.10.
German (Pape)
[Seite 514] zu vernichten, Orph. Arg. 919, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰϊκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ δαΐζω, ὁ δυνάμενος νὰ φονευθῇ, Ὀρφ. Ἀργ. 974.
Greek Monolingual
δαϊκτός, -ή, -όν (Α)
αυτός που είναι δυνατόν να φονευθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐζω (Ι).
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αδάικτος, ανδροδάικτος, αρτιδάικτος, αυτοδάικτος, ημιδάικτος, λουτροδάικτος, πυργοδάικτος, χειροδάικτος, ωμοδάικτος].