διαβρωτικός: Difference between revisions
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diavrotikos | |Transliteration C=diavrotikos | ||
|Beta Code=diabrwtiko/s | |Beta Code=diabrwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=διαβρωτική, διαβρωτικόν, [[corrosive]], Alex.Aphr.''Pr.'' 1.99, Gal.1.280 (Sup.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβρωτικός]], -ή, -όν) [[διαβιβρώσκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] ή την [[ιδιότητα]] να διαβρώνει<br /><b>2.</b> ο [[σχετικός]] με τη [[διάβρωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «διαβρωτική [[επίδραση]]» — [[επίδραση]] που ασκείται με έντεχνο τρόπο ή [[προπαγάνδα]] και προκαλεί [[σιγά]] [[σιγά]] αλλοιώσεις σε πρόσωπα, ιδέες, θεσμούς. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβρωτικός]], -ή, -όν) [[διαβιβρώσκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] ή την [[ιδιότητα]] να διαβρώνει<br /><b>2.</b> ο [[σχετικός]] με τη [[διάβρωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «διαβρωτική [[επίδραση]]» — [[επίδραση]] που ασκείται με έντεχνο τρόπο ή [[προπαγάνδα]] και προκαλεί [[σιγά]] [[σιγά]] αλλοιώσεις σε πρόσωπα, ιδέες, θεσμούς. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ή, όν, <i>[[durchfressend]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 25 August 2023
English (LSJ)
διαβρωτική, διαβρωτικόν, corrosive, Alex.Aphr.Pr. 1.99, Gal.1.280 (Sup.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
corrosivo, que corroe χυμός Gal.1.280, cf. 7.377, αἱ ... τῶν ἱεράκων καὶ ἀετῶν (χολαί) Aët.2.106, cf. Paul.Aeg.7.3.22, Alex.Aphr.Pr.1.99, ὕλη Steph.in Hp.Progn.252.15, cf. 38
•subst. τὸ δ. el carácter devorador del fuego, Chrys.M.63.144.
Greek (Liddell-Scott)
διαβρωτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ καταφάγῃ ἐντελῶς, ὁ φέρων σῆψιν, Ἀλ. Ἀφροδισ. Προβλ. 34, 22, Ἰω. Χρυσ. 4, 533.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διαβρωτικός, -ή, -όν) διαβιβρώσκω
1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να διαβρώνει
2. ο σχετικός με τη διάβρωση
νεοελλ.
φρ. «διαβρωτική επίδραση» — επίδραση που ασκείται με έντεχνο τρόπο ή προπαγάνδα και προκαλεί σιγά σιγά αλλοιώσεις σε πρόσωπα, ιδέες, θεσμούς.
German (Pape)
ή, όν, durchfressend, Sp.