ἀμφιμάρπτω: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfimarpto | |Transliteration C=amfimarpto | ||
|Beta Code=a)mfima/rptw | |Beta Code=a)mfima/rptw | ||
|Definition=only in pf. | |Definition=only in pf. ἀμφιμέμαρπα (-μέμαρφα Q.S.3.614), [[grasp all round]], [[handle]], A.R.3.147, Opp.''H.''5.636. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
only in pf. ἀμφιμέμαρπα (-μέμαρφα Q.S.3.614), grasp all round, handle, A.R.3.147, Opp.H.5.636.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. ἀμφιμέμαρφε Q.S.12.276]
agarrar, asir por ambos lados, ἔνθα καὶ ἔνθα θεὰν ἔχεν ἀμφιμεμαρπτώς A.R.3.147, ἐριβριθῆ μολίβου χύσιν ἀμφιμεμαρπτώς Opp.H.5.636
•rodear, apresar en un abrazo ἀμφὶ δέ μιν νὺξ μάρψεν Q.S.3.334, ἀλλά σε γῆρας ... ἀμφιμέμαρφε Q.S.l.c., cf. 3.614.
German (Pape)
[Seite 141] ringsum erfassen, perf. ἀμφιμεμαρπώς Ap. Rh. 3, 146; Opp. H. 5, 636; ἀμφιμέμαρφε Qu. Sm. 3, 614, wo wohl -μέμαρπε zu lesen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιμάρπτω: συναρπάζω τι πανταχόθεν, ψηλαφῶ ἢ λαμβάνω, πιάνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 147, Ὀππ. Ἁλ. 5. 636, - κατὰ πρκμ. ἀμφιμέμαρπα.
Greek Monolingual
ἀμφιμάρπτω (Α)
(μόνο στον πρκμ. ἀμφιμέμαρπα)
αρπάζω, πιάνω από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μάρπτω.