ἀριστόλοχος: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aristolochos | |Transliteration C=aristolochos | ||
|Beta Code=a)risto/loxos | |Beta Code=a)risto/loxos | ||
|Definition= | |Definition=ἀριστόλοχον, [[well-born]], App.Anth.3.162. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:43, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀριστόλοχον, well-born, App.Anth.3.162.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
bien nacido de pers. App.Anth.3.162.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστόλοχος: -ον, ὁ ἐξ ἀρίστων γεννηθείς, καὶ σὺ δὲ νύμφη χαῖρε ἀριστόλοχε Θεοδ. Προδρ. Ἀμαρανθ. σ. 458, Ἐπιγρ. ἐν Κραμήρου Παρισ. Ἀνεκδ. τ. 4. σ. 280.
Greek Monolingual
ἀριστόλοχος, -ον (Μ)
αυτός που γεννήθηκε από άριστους, που έχει έξοχους γονείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -λοχος < λέχομαι «πλαγιάζω, κοιμάμαι»].