ἐνάερος: Difference between revisions
Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0825.png Seite 825]] lustig, luftfarbig, [[χρῶμα]] Plut. Qu. n. 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0825.png Seite 825]] lustig, luftfarbig, [[χρῶμα]] Plut. Qu. n. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui ressemble à l'air]], [[transparent comme l'air]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀήρ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνάερος:''' (ᾱ) цвета воздуха, воздушный ([[χρῶμα]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνάερος''': ᾱ, ον, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ἀέρος, μὴ διακρινόμενος, μὴ φαινόμενος, ἐνάερον γὰρ τὸ τοῦ λίνου [[χρῶμα]] καὶ ἀπατηλὸν ἐν θαλάττῃ Πλούτ. 2. 915C, κτλ. | |lstext='''ἐνάερος''': ᾱ, ον, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ἀέρος, μὴ διακρινόμενος, μὴ φαινόμενος, ἐνάερον γὰρ τὸ τοῦ λίνου [[χρῶμα]] καὶ ἀπατηλὸν ἐν θαλάττῃ Πλούτ. 2. 915C, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐνάερος]], -ον)<br />[[εναέριος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του αέρα, που δεν διακρίνεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ενάερα]] και <i>ανάερα</i><br />εναέρια, με εναέριο τρόπο, ανάλαφρα. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐνάερος]], -ον)<br />[[εναέριος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του αέρα, που δεν διακρίνεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ενάερα]] και <i>ανάερα</i><br />εναέρια, με εναέριο τρόπο, ανάλαφρα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:10, 8 January 2023
English (LSJ)
[ᾱ], ον, tinted like the air, Χρῶμα Plu.2.915c.
Spanish (DGE)
-ον
1 propio del aire ἐ. γὰρ τὸ τοῦ λίνου χρῶμα καὶ ἀπατηλὸν ἐν θαλάττῃ el color de las redes es el del aire y resulta engañoso en el mar para los peces, Plu.2.915c, cf. 966f.
2 aéreo νεοττιά por encontrarse en la copa de los árboles, Porph.ad Il.33.17.
German (Pape)
[Seite 825] lustig, luftfarbig, χρῶμα Plut. Qu. n. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ressemble à l'air, transparent comme l'air.
Étymologie: ἐν, ἀήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνάερος: (ᾱ) цвета воздуха, воздушный (χρῶμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνάερος: ᾱ, ον, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἀέρος, μὴ διακρινόμενος, μὴ φαινόμενος, ἐνάερον γὰρ τὸ τοῦ λίνου χρῶμα καὶ ἀπατηλὸν ἐν θαλάττῃ Πλούτ. 2. 915C, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐνάερος, -ον)
εναέριος
αρχ.
αυτός που έχει το χρώμα του αέρα, που δεν διακρίνεται.
επίρρ...
ενάερα και ανάερα
εναέρια, με εναέριο τρόπο, ανάλαφρα.