προσόμοιος: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosomoios
|Transliteration C=prosomoios
|Beta Code=proso/moios
|Beta Code=proso/moios
|Definition=ον, also α, ον <span class="bibl">Str.3.4.18</span>:— [[nearly like]], [[much like]], τινι <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>128</span> (lyr.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>356</span>, <span class="bibl"><span class="title">Av.</span>685</span>, <span class="bibl">Amips.19</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>267a</span>, etc. Adv. -ως <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>811c</span>.
|Definition=προσόμοιον, also α, ον Str.3.4.18:—[[nearly like]], [[much like]], τινι E.''Ph.''128 (lyr.), Ar.''V.''356, ''Av.''685, Amips.19, Pl.''Sph.''267a, etc. Adv. [[προσομοίως]] Id.''Lg.''811c.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à peu près semblable, analogue à, similaire, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὅμοιος]].
|btext=ος, ον :<br />[[à peu près semblable]], [[analogue à]], [[similaire]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὅμοιος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προσόμοιος -ον [πρός, ὅμοιος] gelijkend, met dat.; adv. προσομοίως op soortgelijke wijze. Plat. Lg. 811c.
|elnltext=προσόμοιος -ον &#91;[[πρός]], [[ὅμοιος]]] gelijkend, met dat.; adv. προσομοίως op soortgelijke wijze. Plat. Lg. 811c.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[προσόμοιος]], -οία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[σχεδόν]] όμοιος με κάποιον, [[παρεμφερής]], [[παρόμοιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[προσόμοια]]<br />(βυζ. μουσ.) τροπάρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας που δεν έχουν δική τους [[μελωδία]] [[αλλά]] ψάλλονται [[πάνω]] στη [[μελωδία]] και στο [[μέτρο]] άλλων τροπαρίων που λέγονται αυτόμελα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσομοίως</i> Α<br />με προσόμοιο τρόπο, [[περίπου]] όμοια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὅμοιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>παρ</i>-<i>όμοιος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / [[προσόμοιος]], -οία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[σχεδόν]] όμοιος με κάποιον, [[παρεμφερής]], [[παρόμοιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[προσόμοια]]<br />(βυζ. μουσ.) τροπάρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας που δεν έχουν δική τους [[μελωδία]] [[αλλά]] ψάλλονται [[πάνω]] στη [[μελωδία]] και στο [[μέτρο]] άλλων τροπαρίων που λέγονται αυτόμελα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσομοίως</i> Α<br />με προσόμοιο τρόπο, [[περίπου]] όμοια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὅμοιος]] ([[πρβλ]]. [[παρόμοιος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 17:00, 5 November 2024

English (LSJ)

προσόμοιον, also α, ον Str.3.4.18:—nearly like, much like, τινι E.Ph.128 (lyr.), Ar.V.356, Av.685, Amips.19, Pl.Sph.267a, etc. Adv. προσομοίως Id.Lg.811c.

German (Pape)

[Seite 774] eigtl. nahe am gleichen, ziemlich gleich, ähnlich, τινί, Eur. Phoen. 130; Plat. Soph. 267 a Polit. 310 c u. öfter; Dem. 22, 2 u. Folgde, wie Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à peu près semblable, analogue à, similaire, τινι.
Étymologie: πρός, ὅμοιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσόμοιος -ον [πρός, ὅμοιος] gelijkend, met dat.; adv. προσομοίως op soortgelijke wijze. Plat. Lg. 811c.

Russian (Dvoretsky)

προσόμοιος: очень сходный, весьма похожий (τινι Eur., Arph., Plat.; τῶν γονέων οὐδενί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

προσόμοιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Στράβ. 165· - σχεδὸν ὅμοιος, πολὺ ὅμοιος, τινι Εὐρ. Φοίν. 128, Ἀριστοφ. Σφ. 356, Ὄρν. 685, Πλάτ. Σοφιστ. 267Α, κτλ. Ἐπίρρ. -ως, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 811C, Ἀμειψ. ἐν «Σφενδόνῃ» 1.

Greek Monolingual

-α, -ο / προσόμοιος, -οία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α
αυτός που είναι σχεδόν όμοιος με κάποιον, παρεμφερής, παρόμοιος
νεοελλ.-μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προσόμοια
(βυζ. μουσ.) τροπάρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας που δεν έχουν δική τους μελωδία αλλά ψάλλονται πάνω στη μελωδία και στο μέτρο άλλων τροπαρίων που λέγονται αυτόμελα.
επίρρ...
προσομοίως Α
με προσόμοιο τρόπο, περίπου όμοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὅμοιος (πρβλ. παρόμοιος)].

Greek Monotonic

προσόμοιος: -ον και -α, -ον, πολύ όμοιος με κάποιον, τινι, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

προσόμοιος, ον,
much like, τινι Eur., Ar.

English (Woodhouse)

nearly like