σωρεία: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=soreia
|Transliteration C=soreia
|Beta Code=swrei/a
|Beta Code=swrei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[heaping up]], <b class="b3">ἡ ἐπὶ τοσοῦτο σ</b>. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Oth.</span>14</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[summation]], <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>36</span>, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">in Nic.</span>p.81</span> P., al. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[arithmetical progression]], Theol.Ar.21.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[heaping up]], <b class="b3">ἡ ἐπὶ τοσοῦτο σ.</b> Plu.''Oth.''14.<br><span class="bld">2</span> [[summation]], Porph.''Sent.''36, Iamb.''in Nic.''p.81 P., al.<br><span class="bld">3</span> [[arithmetical progression]], Theol.Ar.21.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σωρεία -ας, ἡ [σωρεύω] opeenstapeling.
|elnltext=σωρεία -ας, ἡ [σωρεύω] [[opeenstapeling]].
}}
}}

Latest revision as of 13:13, 25 August 2023

English (LSJ)

ἡ,
A heaping up, ἡ ἐπὶ τοσοῦτο σ. Plu.Oth.14.
2 summation, Porph.Sent.36, Iamb.in Nic.p.81 P., al.
3 arithmetical progression, Theol.Ar.21.

German (Pape)

[Seite 1060] ἡ, das Häufen, Anhäufen; Plut. Otho 14; – auch = σωρός, VLL.

Russian (Dvoretsky)

σωρεία:наваливание, нагромождение Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σωρεία: ἡ, ἐπισώρευσις, ἡ ἐπὶ ταὐτὸ σωρεία καὶ συμφόρησις Πλουτ. Ὄθων 14. 2) = σωρός, τὴν ἐπάλληλον τῶν ὀστέων σωρείαν Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 769Β· κατὰ σωρείαν, ἐν σωρῷ, Νεμέσ. περὶ Φύσ. Ἀνθρώπ. σ. 128, Ἰαμβλ., κλπ. ΙΙ. ἡ χρῆσις σωρείτου, φιλοσόφων σωρεία Τατιαν. πρὸς Ἕλληνας σ. 99, 6.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σωρεύω
συσσωρευμένη ποσότητα, μεγάλη ποσότητα (α. «σωρεία εγγράφων» β. «σωρεία επιχειρημάτων» γ. «οὐκ εἶδεν ἐν πολυανδρίῳ... τὴν ἐπάλληλον τῶν ὀστέων σωρείαν», Γρηγ. Νύσσ.)
μσν.-αρχ.
1. συγκέντρωση σε σωρό, σχηματισμός σωρού
2. συνδυασμός («οὐ κατὰ σωρείαν συντιθεμένων αὐτῶν ἀλλὰ ἀνακιρναμένων», Νεμέσ.)
αρχ.
μαθημ.
1. άθροιση, συνυπολογισμός
2. αριθμητική πρόοδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωρεία -ας, ἡ [σωρεύω] opeenstapeling.