ἀνένεικα: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνένεικα:''' -ενεικάμην, -ενείχθην, Ιων. αόρ. αʹ Ενεργ. Μέσ. και Παθ. του ἀνα-[[φέρω]].
|lsmtext='''ἀνένεικα:''' -ενεικάμην, -ενείχθην, Ιων. αόρ. αʹ Ενεργ. Μέσ. και Παθ. του ἀνα-[[φέρω]].
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνένεικα Medium diacritics: ἀνένεικα Low diacritics: ανένεικα Capitals: ΑΝΕΝΕΙΚΑ
Transliteration A: anéneika Transliteration B: aneneika Transliteration C: aneneika Beta Code: a)ne/neika

English (LSJ)

Ion. aor. Act. of ἀναφέρω.

German (Pape)

[Seite 223] Od. 11, 625, ἀνενείκατο Il. 19, 314, ἀνενειχθείς Her. 1, 116, ion. ep. aor. zu ἀναφέρω.

French (Bailly abrégé)

pf. Act. ion. de ἀναφέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνένεικα: ион. aor. к ἀναφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνένεικα: Ἰων. ἐνεργ. ἀόρ. τοῦ ἀναφέρω.

Greek Monotonic

ἀνένεικα: -ενεικάμην, -ενείχθην, Ιων. αόρ. αʹ Ενεργ. Μέσ. και Παθ. του ἀνα-φέρω.