ἐκτάδιος: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ektadios
|Transliteration C=ektadios
|Beta Code=e)kta/dios
|Beta Code=e)kta/dios
|Definition=η, ον, also ος, ον <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>3.276</span>:— [[outstretched]], <b class="b3">χλαῖναν..διπλῆν ἐκταδίην</b> double, [[with ample folds]], <span class="bibl">Il. 10.134</span>; ἐ. ὅπλα <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>359</span>; οὔρεα <span class="bibl">D.P.643</span>.
|Definition=η, ον, also ος, ον Opp.''C.''3.276:—[[outstretched]], <b class="b3">χλαῖναν..διπλῆν ἐκταδίην</b> double, [[with ample folds]], Il. 10.134; ἐ. ὅπλα Orph.''A.''359; οὔρεα D.P.643.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκτάδιος]], -η, -ον και [[ἐκτάδιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[έκταση]], [[μεγάλος]], [[μακρύς]] (α. «ἀμφὶ δ' ἄρα χλαῑναν περονήσατο φοινικόεσσαν, διπλῆν ἐκταδίην» — στερέωσε [[γύρω]] από τους ώμους του με [[πόρπη]] τον πορφυρό [[μανδύα]] του, που ήταν [[μακρύς]] για να χρησιμοποιείται [[διπλός]], Ιλ. Κ<br />β. «ἐκτάδια ὅπλα» — τα [[μακριά]] όπλα, <b>Ορφ.</b> Αργ.<br />γ. «ἐκτάδια [[οὔρεα]]» — όρη [[μακριά]], με [[μεγάλη]] [[έκταση]], Δίον. Περιηγ.).
|mltxt=[[ἐκτάδιος]], -η, -ον και [[ἐκτάδιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[έκταση]], [[μεγάλος]], [[μακρύς]] (α. «ἀμφὶ δ' ἄρα χλαῖναν περονήσατο φοινικόεσσαν, διπλῆν ἐκταδίην» — στερέωσε [[γύρω]] από τους ώμους του με [[πόρπη]] τον πορφυρό [[μανδύα]] του, που ήταν [[μακρύς]] για να χρησιμοποιείται [[διπλός]], Ιλ. Κ<br />β. «ἐκτάδια ὅπλα» — τα [[μακριά]] όπλα, <b>Ορφ.</b> Αργ.<br />γ. «ἐκτάδια [[οὔρεα]]» — όρη [[μακριά]], με [[μεγάλη]] [[έκταση]], Δίον. Περιηγ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:23, 6 February 2024

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον Opp.C.3.276:—outstretched, χλαῖναν..διπλῆν ἐκταδίην double, with ample folds, Il. 10.134; ἐ. ὅπλα Orph.A.359; οὔρεα D.P.643.

Spanish (DGE)

-η, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [-ος, -ον Opp.C.1.411, 3.276]
I ref. a la extensión
1 amplio, cumplido de prendas de ropa χλαῖναν ... διπλῆν ἐκταδίην dud. un manto doble cumplido, Il.10.134, ἔσκεπε τὴν κούρην ἁπλοῒς ἐκταδίη cubría a la muchacha un amplio manto sencillo, AP 5.294 (Agath.).
2 en toda su longitud ἔντερον οἰὸς ... ἧκε καθ' ὕδωρ ἐκτάδιον echó al agua una tripa de oveja en toda su longitud Opp.H.4.453.
II 1ref. a la posición, de cosas extendido καλύπτρη de una piel de vaca, Nonn.D.5.20, ὅπλα Orph.A.359
de pers. tendido Μαρίη Nonn.Par.Eu.Io.12.3
de partes del cuerpo tenso, estirado, en tensión ἐκταδίην ἔθλιψε ῥάχιν se lastimó el espinazo de mantenerlo tenso por estar cabizbajo, Nonn.D.7.26, ἐκταδίην πτύχα μηρῶν con el ángulo de sus muslos en tensión Nonn.D.19.272, cf. 77.
2 ref. a la forma alargado στόμα Opp.C.1.404, οὐρή Opp.C.1.411, de una hiena, Opp.C.3.276, del lenguado, Marc.Sid.18
ref. a la duración prolongado δρόμος Opp.C.4.440.

German (Pape)

[Seite 779] α, ον, auch 2. Endg., Opp. Cyn. 3, 276; ausgestreckt, ausgedehnt, χλαῖνα, ein weiter Mantel, Il. 10, 134; ἁπλοΐς Agath. 8 (V, 294); a. sp. D.; στόμα Opp. C. 1, 404; οὔρεα D. Per. 643.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
étendu ; ample (vêtement).
Étymologie: ἐκτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτάδιος: растянутый, т. е. широкий, просторный (χλαῖνα Hom.: ἁπλοΐς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτάδιος: ᾰ, η, ον, ὡσαύτως, ος, ον, μέγας, μακρός, στεινή τ’ ἐκτάδιός τε πέλει Ὀππ. Κ. 3. 276· (ἐκτείνω), χλαῖναν... διπλῆν, ἐκταδίην, «μεγάλην, ὥστε διπλῇ χρῆσθαι» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Κ. 134· ἐκτ. ὅπλα Ὀρφ. Ἀργ. 357· οὔρεα Διον. Π. 643.

English (Autenrieth)

3 (τείνω): broad; ‘with ample folds,’ χλαῖνα, Il. 10.134†.

Greek Monolingual

ἐκτάδιος, -η, -ον και ἐκτάδιος, -ον (Α)
αυτός που έχει έκταση, μεγάλος, μακρύς (α. «ἀμφὶ δ' ἄρα χλαῖναν περονήσατο φοινικόεσσαν, διπλῆν ἐκταδίην» — στερέωσε γύρω από τους ώμους του με πόρπη τον πορφυρό μανδύα του, που ήταν μακρύς για να χρησιμοποιείται διπλός, Ιλ. Κ
β. «ἐκτάδια ὅπλα» — τα μακριά όπλα, Ορφ. Αργ.
γ. «ἐκτάδια οὔρεα» — όρη μακριά, με μεγάλη έκταση, Δίον. Περιηγ.).

Greek Monotonic

ἐκτάδιος: [ᾰ], -η, -ον (ἐκτείνω), κτεταμένος, απλωμένος, τεντωμένος, ευρύς, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἐκτᾰ́διος, η, ον ἐκτείνω
outstretched, outspread, Il.