ρύγχος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=μούρη, [[ράμφος]]). Ἴσως ἀπό τό [[ρύζω]] (=γλυλλίζω), πού μπορεῖ νά [[ἔχει]] σχέση μέ τό ρέγχω.
|mantxt=(=[[μούρη]], [[ράμφος]]). Ἴσως ἀπό τό [[ρύζω]] (=[[γλυλλίζω]]), πού μπορεῖ νά [[ἔχει]] σχέση μέ τό ρέγχω.
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 29 November 2022

Greek Monolingual

το / ῥύγχος, ΝΜΑ
το πρόσθιο μέρος του κεφαλιού ορισμένων ζώων, το οποίο προεξέχει και περιλαμβάνει κυρίως τη μύτη και το στόμα («ῥιζοφάγον δὲ μάλιστα ἡ ὗς ἐστι τῶν ζῶων, διὰ τὸ εὖ πεφυκέναι τὸ ῥύγχος πρὸς τὴν ἐργασίαν ταύτην», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. το ακραίο πρόσθιο τμήμα διαφόρων οργάνων του σώματος
2. οξύ άκρο εργαλείου ή οργάνου
αρχ.
1. το ράμφος τών πτηνών
2. ειρων. το πρόσωπο άσχημου ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που ανάγεται πιθ. σε ηχομιμητική ΙΕ ρίζα srungh- «ροχαλίζω» και συνδέεται με το ρ. ῥέγκω / ῥέγχω (βλ..και λ. ρέγχω). Ο τ. συνδέεται με το αρμ. rng-un-k'].

Mantoulidis Etymological

(=μούρη, ράμφος). Ἴσως ἀπό τό ρύζω (=γλυλλίζω), πού μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ τό ρέγχω.