Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρυγητής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trygitis
|Transliteration C=trygitis
|Beta Code=trughth/s
|Beta Code=trughth/s
|Definition=οῦ, ὁ, = [[τρυγητήρ]] 1, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Je.</span>29.10</span> (<span class="bibl">49.9</span>), al., <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>120.8</span> (i B. C.), <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>30</span>, <span class="bibl">Poll.1.222</span>.
|Definition=τρυγητοῦ, ὁ, = [[τρυγητήρ]] 1, [[LXX]] ''Je.''29.10 (49.9), al., ''PTeb.''120.8 (i B. C.), Corn.''ND''30, Poll.1.222.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[τρυγήτρια]], ΝΑ [<i>τρυγῶ</i> (Ι)]<br />αυτός που συγκομίζει καρπούς, [[ιδίως]] αυτός που τρυγάει σταφύλια<br /><b>νεοελλ.</b><br />λαϊκή [[ονομασία]] του Σεπτεμβρίου, [[επειδή]] [[κατά]] τη διάρκειά του γίνεται ο [[τρύγος]] τών σταφυλιών.
|mltxt=ο, θηλ. [[τρυγήτρια]], ΝΑ [<i>τρυγῶ</i> (Ι)]<br />αυτός που συγκομίζει καρπούς, [[ιδίως]] αυτός που τρυγάει σταφύλια<br /><b>νεοελλ.</b><br />λαϊκή [[ονομασία]] του Σεπτεμβρίου, [[επειδή]] [[κατά]] τη διάρκειά του γίνεται ο [[τρύγος]] τών σταφυλιών.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[τρυγητήρ]], Sp.
}}
}}

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρυγητής Medium diacritics: τρυγητής Low diacritics: τρυγητής Capitals: ΤΡΥΓΗΤΗΣ
Transliteration A: trygētḗs Transliteration B: trygētēs Transliteration C: trygitis Beta Code: trughth/s

English (LSJ)

τρυγητοῦ, ὁ, = τρυγητήρ 1, LXX Je.29.10 (49.9), al., PTeb.120.8 (i B. C.), Corn.ND30, Poll.1.222.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγητής: -οῦ, ὁ, ὁ τρυγῶν, συγκομίζων καρπούς, ἰδίως σταφυλάς, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΚΘ΄, 9, κ. ἀλλ.), Πολυδ. Α΄, 222, Εὐσταθ. Πονημάτ. 180. 61.

Greek Monolingual

ο, θηλ. τρυγήτρια, ΝΑ [τρυγῶ (Ι)]
αυτός που συγκομίζει καρπούς, ιδίως αυτός που τρυγάει σταφύλια
νεοελλ.
λαϊκή ονομασία του Σεπτεμβρίου, επειδή κατά τη διάρκειά του γίνεται ο τρύγος τών σταφυλιών.

German (Pape)

ὁ, = τρυγητήρ, Sp.