ἀκαμαντολόγχας: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akamantologchas
|Transliteration C=akamantologchas
|Beta Code=a)kamantolo/gxas
|Beta Code=a)kamantolo/gxas
|Definition=α, ὁ, [[unwearied at the spear]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>7(6).10</span>.
|Definition=α, ὁ, [[unwearied at the spear]], Pi.''I.''7(6).10.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 12:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰμαντολόγχας Medium diacritics: ἀκαμαντολόγχας Low diacritics: ακαμαντολόγχας Capitals: ΑΚΑΜΑΝΤΟΛΟΓΧΑΣ
Transliteration A: akamantolónchas Transliteration B: akamantolonchas Transliteration C: akamantologchas Beta Code: a)kamantolo/gxas

English (LSJ)

α, ὁ, unwearied at the spear, Pi.I.7(6).10.

Spanish (DGE)

(ἀκᾰμαντολόγχᾱς) -ᾱ incansable con la lanza Σπαρτοί Pi.I.7.10.

English (Slater)

ᾰκᾰμαντολόγχας unwearying with the spear, neverweary of battle Σπαρτῶν ἀκαμαντολογχᾶν (I. 7.10)

Greek Monolingual

ἀκαμαντολόγχας και ἀκαμαντολόγχης, ο (Α)
ο ακάματος, ο ακούραστος στον αγώνα με λόγχη και στον πόλεμο γενικότερα, πολεμόχαρος, πολεμικός
«ἀκαμαντολογχᾱν Σπαρτῶν» (Πινδ. Ίσθμ. 7, 10).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας-αντος + λόγχη.

German (Pape)

ἀκαμαντολόγχαι Σπαρτοί Pind. I. 6.10, unermüdlich im Speerkampf.