πολύμετρος: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polymetros
|Transliteration C=polymetros
|Beta Code=polu/metros
|Beta Code=polu/metros
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of many measures]]: hence, [[copious]], [[abundant]], π. στάχυς <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>516</span>(ap.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1240</span>). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[written in many metres]], δρᾶμα <span class="bibl">Ath.13.608e</span>.</span>
|Definition=πολύμετρον,<br><span class="bld">A</span> [[of many measures]]: hence, [[copious]], [[abundant]], π. στάχυς E.''Fr.''516(ap.Ar.''Ra.''1240).<br><span class="bld">II</span> [[written in many metres]], δρᾶμα Ath.13.608e.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύμετρος -ον &#91;[[πολύς]], [[μέτρον]]] [[overvloedig]].
|elnltext=πολύμετρος -ον &#91;[[πολύς]], [[μέτρον]]] [[overvloedig]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[έκταση]] πολλών μέτρων<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] [[μέτρα]], από πολλούς στίχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), <b>πρβλ.</b> <i>βραχύ</i>-<i>μετρος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[έκταση]] πολλών μέτρων<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] [[μέτρα]], από πολλούς στίχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), [[πρβλ]]. [[βραχύμετρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

English (LSJ)

πολύμετρον,
A of many measures: hence, copious, abundant, π. στάχυς E.Fr.516(ap.Ar.Ra.1240).
II written in many metres, δρᾶμα Ath.13.608e.

German (Pape)

[Seite 666] von vielen Maßen, bes. Versmaßen, Sp.; δρᾶμα πολύμετρον, Ath. XIII, 608 d; auch viel messend, groß, στάχυς, Eur. fr. b. Ar. Ran. 1238 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est en grande quantité, abondant;
2 qui se compose de plusieurs mètres.
Étymologie: πολύς, μέτρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύμετρος -ον [πολύς, μέτρον] overvloedig.

Russian (Dvoretsky)

πολύμετρος: обильный (στάχυς Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύμετρος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν συνιστάμενος, ὅθεν πολύς, ἄφθονος, π. στάχυς Εὐρ. (Ἀποσπ. 520) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1240. ΙΙ. (γραμματ.), ὁ ἐκ πολλῶν μέτρων συνιστάμενος, Ἀθήν. 608D.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει έκταση πολλών μέτρων
2. αυτός που αποτελείται από πολλά μέτρα, από πολλούς στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. βραχύμετρος].

Greek Monotonic

πολύμετρος: -ον (μέτρον)·,
I. αυτός που είναι φτιαγμένος από πολλά μέτρα, απ' όπου άφθονος, πλούσιος, σε Ευρ., Αριστοφ.
II. αυτός που εμπεριέχει πολλά μέτρα, σε Αθήν.

Middle Liddell

πολύ-μετρος, ον, μέτρον
I. of many measures, hence copious, abundant, Eur. ap. Ar.
II. consisting of many metres, Ath