τρωγλοδυτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=troglodytikos
|Transliteration C=troglodytikos
|Beta Code=trwglodutiko/s
|Beta Code=trwglodutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[dwellers in holes]], <b class="b3">ζῷα τ</b>. animals [[that dwell in holes]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 488a23</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of or belonging to the [[Troglodytes]], v. [[Τρωγοδυτικός]]. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[τρωγλοδυτική]], v. [[τρωγλῖτις]].</span>
|Definition=τρωγλοδυτική, τρωγλοδυτικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[dwellers in holes]], <b class="b3">ζῷα τ.</b> animals [[that dwell in holes]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 488a23, al.<br><span class="bld">II</span> of or belonging to the [[Troglodytes]], v. [[Τρωγοδυτικός]].<br><span class="bld">III</span> [[τρωγλοδυτική]], v. [[τρωγλῖτις]].
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>zum [[Wohnen]] in [[Höhlen]] [[gehörig]]</i>; [[βίος]], <i>ein [[Leben]] in [[Höhlen]]</i>, Sp., wie Strabo; ζῷα, <i>in [[Höhlen]] lebende [[Tiere]]</i>, Arist. <i>H.A</i>. 1.1. – S. auch nom. pr.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό /[[τρωγλοδυτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τρωγλοδύτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους [[Τρωγλοδύτες]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Τρωγλοδυτική</i><br />(ενν. [[χώρα]]) η [[χώρα]] τών Τρωγλοδυτών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές («ζώα τρωγλοδυτικά», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[φυτό]] [[σμύρνα]], τρωγλῑτις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρωγλοδυτικῶς</i> Α<br />όπως ο [[τρωγλοδύτης]] («τρωγλοδυτικῶς οἰκεῖν», <b>Στράβ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό /[[τρωγλοδυτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τρωγλοδύτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους [[Τρωγλοδύτες]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Τρωγλοδυτική</i><br />(ενν. [[χώρα]]) η [[χώρα]] τών Τρωγλοδυτών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές («ζώα τρωγλοδυτικά», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[φυτό]] [[σμύρνα]], τρωγλῖτις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρωγλοδυτικῶς</i> Α<br />όπως ο [[τρωγλοδύτης]] («τρωγλοδυτικῶς οἰκεῖν», <b>Στράβ.</b>).
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>zum [[Wohnen]] in [[Höhlen]] [[gehörig]]</i>; [[βίος]], <i>ein [[Leben]] in [[Höhlen]]</i>, Sp., wie Strabo; ζῷα, <i>in [[Höhlen]] lebende [[Tiere]]</i>, Arist. <i>H.A</i>. 1.1. – S. auch nom. pr.
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωγλοδῠτικός Medium diacritics: τρωγλοδυτικός Low diacritics: τρωγλοδυτικός Capitals: ΤΡΩΓΛΟΔΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: trōglodytikós Transliteration B: trōglodytikos Transliteration C: troglodytikos Beta Code: trwglodutiko/s

English (LSJ)

τρωγλοδυτική, τρωγλοδυτικόν,
A of or for dwellers in holes, ζῷα τ. animals that dwell in holes, Arist.HA 488a23, al.
II of or belonging to the Troglodytes, v. Τρωγοδυτικός.
III τρωγλοδυτική, v. τρωγλῖτις.

German (Pape)

ή, όν, zum Wohnen in Höhlen gehörig; βίος, ein Leben in Höhlen, Sp., wie Strabo; ζῷα, in Höhlen lebende Tiere, Arist. H.A. 1.1. – S. auch nom. pr.

Russian (Dvoretsky)

τρωγλοδῠτικός: живущий в норе, пещерный: τὰ τρωγλοδυτικά (sc. ζῷα) Arst. животные, обитающие в норах.

Greek (Liddell-Scott)

τρωγλοδῠτικός: -ή, -όν, ὁ ζῶν ἐν τρώγλαις, ζῷα τρωγλοδυτικά, ζῷα ζῶντα ἐν τρώγλαις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 27. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς τοὺς Τρωγλοδύτας. Στράβ. 768, κλπ.· ὡσαύτως ἡ τρωγλοδύτις. Διόδ. 1. 30. - Ἐπίρρ. -δυτικῶς, δίκην Τρωγλοδύτου, Στράβ. 828.

Greek Monolingual

-ή, -ό /τρωγλοδυτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τρωγλοδύτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τρωγλοδύτες
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τρωγλοδυτική
(ενν. χώρα) η χώρα τών Τρωγλοδυτών
αρχ.
1. αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές («ζώα τρωγλοδυτικά», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. το φυτό σμύρνα, τρωγλῖτις.
επίρρ...
τρωγλοδυτικῶς Α
όπως ο τρωγλοδύτης («τρωγλοδυτικῶς οἰκεῖν», Στράβ.).