φυγαδευτικός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fygadeftikos
|Transliteration C=fygadeftikos
|Beta Code=fugadeutiko/s
|Beta Code=fugadeutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">banishing</b>, τινος <span class="bibl">Hld.8.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">φ. χρήματα</b> the property <b class="b2">of exiles</b>, Phot. s.v. [[μαστῆρες]].</span>
|Definition=φυγαδευτική, φυγαδευτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[banishing]], τινος Hld.8.11.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">φ. χρήματα</b> the property [[of exiles]], Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[μαστῆρες]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1311.png Seite 1311]] vertreibend, verbannend, Clem. Al.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1311.png Seite 1311]] vertreibend, verbannend, Clem. Al.
}}
{{ls
|lstext='''φῠγᾰδευτικός''': -ή, -όν, ὁ ποιῶν τι φεύγειν, δύναμίν τινα ἐνοικεῖν τῇ λίθῳ πυρὸς φυγαδευτικὴν Ἡλιόδ. 8. 11, Κλήμ. Ἀλ. 197· ἡμέραν ἧς ἡ πνοὴ φυγαδευτικὴ τῶν σκιῶν Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 589C. ΙΙ. φ. χρήματα, ἡ [[περιουσία]] τῶν εἰς ἀειφυγίαν φυγαδευθέντων, Φωτ. Λεξ. ἐν λ. μαστῆρες.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[φυγαδεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] φυγαδεύει («ἡμέραν ἧς ἡ πνοὴ φυγαδευτικὴ τῶν σκιῶν», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «φυγαδευτικὰ χρήματα» — η [[περιουσία]] αυτών που έχουν καταδικαστεί σε ισόβια [[εξορία]] (<b>Φώτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγᾰδευτικός Medium diacritics: φυγαδευτικός Low diacritics: φυγαδευτικός Capitals: ΦΥΓΑΔΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phygadeutikós Transliteration B: phygadeutikos Transliteration C: fygadeftikos Beta Code: fugadeutiko/s

English (LSJ)

φυγαδευτική, φυγαδευτικόν,
A banishing, τινος Hld.8.11.
II φ. χρήματα the property of exiles, Phot. s.v. μαστῆρες.

German (Pape)

[Seite 1311] vertreibend, verbannend, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγᾰδευτικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν τι φεύγειν, δύναμίν τινα ἐνοικεῖν τῇ λίθῳ πυρὸς φυγαδευτικὴν Ἡλιόδ. 8. 11, Κλήμ. Ἀλ. 197· ἡμέραν ἧς ἡ πνοὴ φυγαδευτικὴ τῶν σκιῶν Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 589C. ΙΙ. φ. χρήματα, ἡ περιουσία τῶν εἰς ἀειφυγίαν φυγαδευθέντων, Φωτ. Λεξ. ἐν λ. μαστῆρες.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ φυγαδεύω
1. αυτός ο οποίος φυγαδεύει («ἡμέραν ἧς ἡ πνοὴ φυγαδευτικὴ τῶν σκιῶν», Γρηγ. Νύσσ.)
2. φρ. «φυγαδευτικὰ χρήματα» — η περιουσία αυτών που έχουν καταδικαστεί σε ισόβια εξορία (Φώτ.).