οδηγητής: Difference between revisions
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[οδηγήτρια]] και [[οδηγήτρα]] (ΑΜ [[ὁδηγητήρ]], -ῆρος)<br />αυτός που οδηγεί, [[οδηγός]]<br />/ <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[καθοδηγητής]], ο [[ηγέτης]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> η [[οδηγήτρια]]<br />α) σταθερή [[γραμμή]] ή [[καμπύλη]] η οποία χρησιμεύει ως [[οδηγός]] για την [[περιγραφή]] καμπύλης ή επιφάνειας<br />β) <b>τεχνολ.</b> ο [[οδηγός]], η [[ευθυντηρία]]<br />γ) [[αυλάκωση]] της [[κάννης]] του πυροβόλου, [[εντομή]]<br />δ) <b>εκκλ.</b> i) [[προσωνυμία]] της Παναγίας, η οποία καθοδηγεί τους πιστούς που τήν επικαλούνται<br />ii) [[τύπος]] βυζαντινής εικόνας της Θεοτόκου, η οποία κάθεται σε θρόνο και κρατά με το αριστερό [[χέρι]] το [[θείο]] [[βρέφος]]<br />iii) [[ονομασία]] διαφόρων εκκλησιών και μοναστηριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁδηγῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> / <i>τρια</i>. Ο τ. [[ὁδηγητήρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὁδηγῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ( | |mltxt=ο, θηλ. [[οδηγήτρια]] και [[οδηγήτρα]] (ΑΜ [[ὁδηγητήρ]], -ῆρος)<br />αυτός που οδηγεί, [[οδηγός]]<br />/ <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[καθοδηγητής]], ο [[ηγέτης]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> η [[οδηγήτρια]]<br />α) σταθερή [[γραμμή]] ή [[καμπύλη]] η οποία χρησιμεύει ως [[οδηγός]] για την [[περιγραφή]] καμπύλης ή επιφάνειας<br />β) <b>τεχνολ.</b> ο [[οδηγός]], η [[ευθυντηρία]]<br />γ) [[αυλάκωση]] της [[κάννης]] του πυροβόλου, [[εντομή]]<br />δ) <b>εκκλ.</b> i) [[προσωνυμία]] της Παναγίας, η οποία καθοδηγεί τους πιστούς που τήν επικαλούνται<br />ii) [[τύπος]] βυζαντινής εικόνας της Θεοτόκου, η οποία κάθεται σε θρόνο και κρατά με το αριστερό [[χέρι]] το [[θείο]] [[βρέφος]]<br />iii) [[ονομασία]] διαφόρων εκκλησιών και μοναστηριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁδηγῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> / <i>τρια</i>. Ο τ. [[ὁδηγητήρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὁδηγῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[τιμωρητήρ]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 8 May 2023
Greek Monolingual
ο, θηλ. οδηγήτρια και οδηγήτρα (ΑΜ ὁδηγητήρ, -ῆρος)
αυτός που οδηγεί, οδηγός
/ νεοελλ.
1. ο καθοδηγητής, ο ηγέτης
2. το θηλ. η οδηγήτρια
α) σταθερή γραμμή ή καμπύλη η οποία χρησιμεύει ως οδηγός για την περιγραφή καμπύλης ή επιφάνειας
β) τεχνολ. ο οδηγός, η ευθυντηρία
γ) αυλάκωση της κάννης του πυροβόλου, εντομή
δ) εκκλ. i) προσωνυμία της Παναγίας, η οποία καθοδηγεί τους πιστούς που τήν επικαλούνται
ii) τύπος βυζαντινής εικόνας της Θεοτόκου, η οποία κάθεται σε θρόνο και κρατά με το αριστερό χέρι το θείο βρέφος
iii) ονομασία διαφόρων εκκλησιών και μοναστηριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδηγῶ + κατάλ. -της / τρια. Ο τ. ὁδηγητήρ < ὁδηγῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. τιμωρητήρ)].