καταιονάω: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataionao
|Transliteration C=kataionao
|Beta Code=kataiona/w
|Beta Code=kataiona/w
|Definition=[[pour upon]] or [[over]], [[foment]], of ailing parts, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span> 1.68</span>, Plu.2.74d: metaph., κ. τινὰ σοφίᾳ <span class="bibl">D.C.38.19</span>:—Pass., <span class="bibl">Luc. <span class="title">Lex.</span>5</span>.
|Definition=[[pour upon]] or [[pour over]], [[foment]], of ailing parts, Hp.''Mul.'' 1.68, Plu.2.74d: metaph., κ. τινὰ σοφίᾳ D.C.38.19:—Pass., Luc. ''Lex.''5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> κατῃόνησα;<br />[[mouiller]], [[humecter]], [[imbiber]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἰονάω]].
|btext=[[καταιονῶ]] :<br /><i>ao.</i> κατῃόνησα;<br />[[mouiller]], [[humecter]], [[imbiber]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἰονάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατ-αιονάω, Ion. en later καταιονέω, natmaken, betten; Hp.; pass.: ἐν τῇ θερμῇ πυέλῳ καταιονηθέεντες na een warm bad genomen te hebben in de badkuip Luc. 46.5.
|elnltext=κατ-αιονάω, Ion. en later καταιονέω, natmaken, betten; Hp.; pass.: ἐν τῇ θερμῇ πυέλῳ καταιονηθέεντες na een warm bad genomen te hebben in de badkuip Luc. 46.5.
}}
}}

Latest revision as of 07:25, 29 May 2024

English (LSJ)

pour upon or pour over, foment, of ailing parts, Hp.Mul. 1.68, Plu.2.74d: metaph., κ. τινὰ σοφίᾳ D.C.38.19:—Pass., Luc. Lex.5.

German (Pape)

[Seite 1350] begießen, Medic.; ἐν τῇ θερμῇ πυέλῳ καταιονηθέντες Luc. Lexiphan. 5; übertr., σοφίᾳ τινά D. Cass. 38, 19.

French (Bailly abrégé)

καταιονῶ :
ao. κατῃόνησα;
mouiller, humecter, imbiber.
Étymologie: κατά, αἰονάω.

Greek (Liddell-Scott)

καταιονάω: ἢ -έω:μέλλ. -ήσω, καταντλῶ, ἐπιχέω, καταβρέχω, ὑγραίνω, πλύνω, ἐπὶ ἀλγούντων μερῶν τοῦ σώματος, Ἱππ. 617. 38, Πλούτ. 2. 74D· μεταφ., κ. τινα σοφίᾳ Δίων Κ. 38. 19. ― Παθ., ἐν τῇ θερμῇ πυέλῳ καταιονηθέντες Λουκ. Λεξιφ. 5· καταιονῶντα καὶ καταπλάττοντα συνάπτει ὁ Γαληνός, ὡς καὶ τὸ καταντλεῖν τὴν φλεγμονὴν καὶ καταπλάττειν καὶ σχάζειν· ἐνέβρεξαν καὶ κατῃόνησαν συνάπτει ὁ Πλούτ. ἐν Ἠθ. σ. 74D, καὶ «καταιονάσθαι· καταντλεῖσθαι» Ἡσύχ., Πολυδ. Δ’, 180·― ἐντεῦθεν καταιόνημα, τὸ, πλύσις, πλύσιμον. Αἰλ. π. Ζ. 8. 22· καταιονήμασι καὶ ἐπιπλάσμασι Ἀλέξ. Τραλλ. 1, σ. 52· καταιόνησις, εως, ἡ, κατάβρεξις, κατάντλησις, πλύσις διὰ θερμοῦ ὕδατος· κατάπλασμα και κ. (πρβλ. Γαλλ. étuvement) Μ. Ἀντων. 5. 9, Πολυδ. Δ´, 180, Γαλην.· ἡ κατὰ τῆς κεφαλῆς κ. ἐν τοῖς λουτροῖς Εὐσταθ.·― ὡσαύτως καταιονίζω, Ψελλ.

Russian (Dvoretsky)

καταιονάω: увлажнять, смачивать: κ. τὸ πεπονθός Plut. обкладывать влажными компрессами больное место; ἐν τῇ θερμῇ πυέλῳ καταιονηθέντες Luc. омывшись в теплой ванне.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αιονάω, Ion. en later καταιονέω, natmaken, betten; Hp.; pass.: ἐν τῇ θερμῇ πυέλῳ καταιονηθέεντες na een warm bad genomen te hebben in de badkuip Luc. 46.5.