καλλίτεχνος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kallitechnos | |Transliteration C=kallitechnos | ||
|Beta Code=kalli/texnos | |Beta Code=kalli/texnos | ||
|Definition=ὁ, ἡ, | |Definition=ὁ, ἡ, [[making beautiful works of art]], Str.1.2.33, 16.2.24, Them.''Or.''4.56b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1311.png Seite 1311]] = [[καλλιτέχνης]], Strab. I p. 41 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1311.png Seite 1311]] = [[καλλιτέχνης]], Strab. I p. 41 u. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καλλίτεχνος''': ὁ, ἡ, [[καλός]], ἐπιδέξιος, [[τεχνίτης]], [[ἐπιτήδειος]] κατασκευαστὴς κομψῶν τεχνουργημάτων, Στράβ. 41, 757. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[καλλίτεχνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κατασκευαστεί με [[καλλιτεχνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ὁ</i>, ἡ [[καλλίτεχνος]]<br />αυτός που κατασκευάζει καλλιτεχνήματα, ο [[καλλιτέχνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[κακότεχνος]], [[ομοιότεχνος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, making beautiful works of art, Str.1.2.33, 16.2.24, Them.Or.4.56b.
German (Pape)
[Seite 1311] = καλλιτέχνης, Strab. I p. 41 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίτεχνος: ὁ, ἡ, καλός, ἐπιδέξιος, τεχνίτης, ἐπιτήδειος κατασκευαστὴς κομψῶν τεχνουργημάτων, Στράβ. 41, 757.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α καλλίτεχνος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κατασκευαστεί με καλλιτεχνία
αρχ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ καλλίτεχνος
αυτός που κατασκευάζει καλλιτεχνήματα, ο καλλιτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακότεχνος, ομοιότεχνος].