σιδηρότροχος: Difference between revisions
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sidirotrochos | |Transliteration C=sidirotrochos | ||
|Beta Code=sidhro/troxos | |Beta Code=sidhro/troxos | ||
|Definition= | |Definition=σιδηρότροχον, [[with iron wheels]], ἅμαξαι Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[περίγρα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:24, 25 August 2023
English (LSJ)
σιδηρότροχον, with iron wheels, ἅμαξαι Suid. s.v. περίγρα.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρότροχος: -ον, ὁ ἔχων σιδηροῦς τροχούς, ἅμαξα Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει σιδερένιους τροχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -τροχος (< τροχός), πρβλ. πυρίτροχος).