επίμεμπτος: Difference between revisions
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίμεμπτος]], -ον) [[επιμέμφομαι]]<br />αυτός που επισύρει [[μομφή]], ο αξιοκατάκριτος («επίμεμπτη [[συμπεριφορά]]», «επίμεμπτη [[διαγωγή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ψέγει, που κατηγορεί. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |
Latest revision as of 22:46, 15 December 2023
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίμεμπτος, -ον) επιμέμφομαι
αυτός που επισύρει μομφή, ο αξιοκατάκριτος («επίμεμπτη συμπεριφορά», «επίμεμπτη διαγωγή»)
αρχ.
αυτός που ψέγει, που κατηγορεί.
Translations
blameworthy
Arabic: مَلُوم; Catalan: culpable; Dutch: afkeurenswaardig; Finnish: moitittava; French: blâmable; German: verdammenswert; Greek: αξιοκατάκριτος, αξιοκατηγόρητος, αξιόμεμπτος, επιλήψιμος, επίμεμπτος, επίμομφος, επίμωμος, επίψογος, κατακριτέος, μεμπτός, ψεκτός; Ancient Greek: αἴτιος, ἐπαίτιος, ἐπίμομφος, ἐπιμωμητός, ἐπίμωμος, ἐπίψογος, ἐπονείδιστος, εὐκατάγνωστος, μεμπτός, μωμηλός, μωμητός, ὑπαίτιος, ψεκτός, ψόγειος, ψογερός; Ido: blaminda; Italian: biasimabile, deprecabile, vituperabile; Korean: 책임이 있는; Latin: accusabilis, reprehensibilis, vituperabilis; Middle English: blame worthy; Portuguese: culpável; Romanian: condamnabil, de condamnat; Spanish: culpable, reprensible, reprehensible; Swedish: klandervärd