επίμεμπτος: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίμεπτος]], -ον) [[επιμέμφομαι]]<br />αυτός που επισύρει [[μομφή]], ο αξιοκατάκριτος («επίμεμπτη [[συμπεριφορά]]», «επίμεμπτη [[διαγωγή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ψέγει, που κατηγορεί.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίμεμπτος]], -ον) [[επιμέμφομαι]]<br />αυτός που επισύρει [[μομφή]], ο αξιοκατάκριτος («επίμεμπτη [[συμπεριφορά]]», «επίμεμπτη [[διαγωγή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ψέγει, που κατηγορεί.
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 22:46, 15 December 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίμεμπτος, -ον) επιμέμφομαι
αυτός που επισύρει μομφή, ο αξιοκατάκριτος («επίμεμπτη συμπεριφορά», «επίμεμπτη διαγωγή»)
αρχ.
αυτός που ψέγει, που κατηγορεί.

Translations