σαπωναρικός: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (LSJ1 replacement) |
m (1 revision imported) |
||
(One intermediate revision by one other user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=saponarikos | |Transliteration C=saponarikos | ||
|Beta Code=sapwnariko/s | |Beta Code=sapwnariko/s | ||
|Definition=σαπωναρική, σαπωναρικόν, [[saponaceous]], [[soapy]], Zos.Alch.p.226B., Paul. Aeg.6.9; | |Definition=σαπωναρική, σαπωναρικόν, [[saponaceous]], [[soapy]], Zos.Alch.p.226B., Paul. Aeg.6.9; [[σαπωναρικὴ τέχνη]] = [[art of making soap]], Zos.Alch.p.142B. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:01, 9 October 2024
English (LSJ)
σαπωναρική, σαπωναρικόν, saponaceous, soapy, Zos.Alch.p.226B., Paul. Aeg.6.9; σαπωναρικὴ τέχνη = art of making soap, Zos.Alch.p.142B.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰπωναρικός: -ή, -όν, σαπωνοειδής, σαπωνώδης, στακτός, Ἰατρ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. σαπωνοειδής
2. φρ. «σαπωναρική τέχνη» — η τέχνη παρασκευής σαπουνιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων + κατάλ. -αρικός, η οποία απαντά σε επίθ. που παράγονται από λ. με θ. σε -αρ- (πρβλ. πλουμ-αρ-ικός)].