ἐξολόθρευμα: Difference between revisions
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(a) |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0886.png Seite 886]] τό, das Zerstörte, LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0886.png Seite 886]] τό, das Zerstörte, LXX. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐξολόθρευμα''': τό, τὸ ἐξολοθρεύειν, καταστρέφειν ἐντελῶς, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΕ΄, 21)· οὕτω καὶ ἐξολόθρευσις, εως, ἡ, Μακκ. Ζ΄. 7, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 6· ― [[ὡσαύτως]] ἐξολοθρευτής, οῦ, ὁ, [[καταστροφεύς]], Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 1142Ε, καὶ ἐξολοθρευτικὸς, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 443. Τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] ἐξολοθρεύω, [[καταστρέφω]] ἐντελῶς, Πράξ. Ἀποστ. 3. 23. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 11, 1, συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ξολόθρεμα, το (AM [[ἐξολόθρευμα]]) [[εξολοθρεύω]]<br />[[εξολόθρευση]], [[εξόντωση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:04, 31 January 2022
German (Pape)
[Seite 886] τό, das Zerstörte, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξολόθρευμα: τό, τὸ ἐξολοθρεύειν, καταστρέφειν ἐντελῶς, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΕ΄, 21)· οὕτω καὶ ἐξολόθρευσις, εως, ἡ, Μακκ. Ζ΄. 7, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 6· ― ὡσαύτως ἐξολοθρευτής, οῦ, ὁ, καταστροφεύς, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 1142Ε, καὶ ἐξολοθρευτικὸς, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 443. Τὸ ῥῆμα εἶναι ἐξολοθρεύω, καταστρέφω ἐντελῶς, Πράξ. Ἀποστ. 3. 23. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 11, 1, συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ.
Greek Monolingual
και ξολόθρεμα, το (AM ἐξολόθρευμα) εξολοθρεύω
εξολόθρευση, εξόντωση.