μυρτίτης: Difference between revisions
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
(b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=μυρτῑ́της | ||
|Medium diacritics=μυρτίτης | |Medium diacritics=μυρτίτης | ||
|Low diacritics=μυρτίτης | |Low diacritics=μυρτίτης | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myrtitis | |Transliteration C=myrtitis | ||
|Beta Code=murti/ths | |Beta Code=murti/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑ], ὁ, a species of [[τιθύμαλλος]],<br><span class="bld">A</span> = [[μυρσινίτης]] II.2, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.11.9, Crateuas ap.Sch. Nic.''Th.''617, Ps.-Dsc.4.18 (p.311 W.).<br><span class="bld">2</span> [[μυρτίτης οἶνος]] = [[μυρσινίτης]] 1, Dsc.5.28, Heras ap.Gal.13.297, ''CIL''4.5593 ([[μυρτείτης]]); μυρτίτης alone, ''IGRom.''1.515 (Italy), cf. Artem.1.66. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0222.png Seite 222]] ὁ, [[οἶνος]], = μυῤῥινίτης, Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0222.png Seite 222]] ὁ, [[οἶνος]], = μυῤῥινίτης, Diosc. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μυρτίτης''': [ῑ], ὁ, [[ὄνομα]] εἴδους τινὸς τιθυμάλλου («γαλατσίδας»), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 9. 2) μ. [[οἶνος]], = [[μυρρινίτης]], Διοσκ. 5. 36. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[μυρτίτης]])<br /><b>1.</b> το ποώδες [[φυτό]] [[μυρσινίτης]]<br /><b>2.</b> (για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί ή αρωματιστεί με [[μυρσίνη]], ο [[μυρσινίτης]] («[[μυρτίτης]] [[οἶνος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ὁ, a species of τιθύμαλλος,
A = μυρσινίτης II.2, Thphr. HP 9.11.9, Crateuas ap.Sch. Nic.Th.617, Ps.-Dsc.4.18 (p.311 W.).
2 μυρτίτης οἶνος = μυρσινίτης 1, Dsc.5.28, Heras ap.Gal.13.297, CIL4.5593 (μυρτείτης); μυρτίτης alone, IGRom.1.515 (Italy), cf. Artem.1.66.
German (Pape)
[Seite 222] ὁ, οἶνος, = μυῤῥινίτης, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μυρτίτης: [ῑ], ὁ, ὄνομα εἴδους τινὸς τιθυμάλλου («γαλατσίδας»), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 9. 2) μ. οἶνος, = μυρρινίτης, Διοσκ. 5. 36.
Greek Monolingual
ο (Α μυρτίτης)
1. το ποώδες φυτό μυρσινίτης
2. (για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί ή αρωματιστεί με μυρσίνη, ο μυρσινίτης («μυρτίτης οἶνος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. -ίτης].