μετακάρπιον: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0147.png Seite 147]] τό, der Theil der Hand zwischen den Fingern u. dem Vorder- od. Unterarm, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0147.png Seite 147]] τό, der Teil der Hand zwischen den Fingern u. dem Vorder- od. Unterarm, Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετακάρπιον''': τό, (καρπός Β) τὸ μετὰ τὸν καρπὸν [[μέρος]] τῆς χειρός, «[[μετακάρπιον]] δὲ τὸ πρὸ τῶν δακτύλων πλατυνόμενον, ἀφ’ οὗ εἰς ἐκείνους ἡ χεὶρ σχίζεται» Πολυδ. Β΄, 143, Ὀρειβάσ.· πρβλ. [[προκάρπιον]].
|lstext='''μετακάρπιον''': τό, (καρπός Β) τὸ μετὰ τὸν καρπὸν [[μέρος]] τῆς χειρός, «[[μετακάρπιον]] δὲ τὸ πρὸ τῶν δακτύλων πλατυνόμενον, ἀφ’ οὗ εἰς ἐκείνους ἡ χεὶρ σχίζεται» Πολυδ. Β΄, 143, Ὀρειβάσ.· πρβλ. [[προκάρπιον]].
}}
}}

Latest revision as of 07:41, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακάρπιον Medium diacritics: μετακάρπιον Low diacritics: μετακάρπιον Capitals: ΜΕΤΑΚΑΡΠΙΟΝ
Transliteration A: metakárpion Transliteration B: metakarpion Transliteration C: metakarpion Beta Code: metaka/rpion

English (LSJ)

τό, (καρπός B) bones forming the palm of the hand, Gal.UP2.4, al., Poll.2.143, Heliod. ap. Orib.49.15.3.

German (Pape)

[Seite 147] τό, der Teil der Hand zwischen den Fingern u. dem Vorder- od. Unterarm, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετακάρπιον: τό, (καρπός Β) τὸ μετὰ τὸν καρπὸν μέρος τῆς χειρός, «μετακάρπιον δὲ τὸ πρὸ τῶν δακτύλων πλατυνόμενον, ἀφ’ οὗ εἰς ἐκείνους ἡ χεὶρ σχίζεται» Πολυδ. Β΄, 143, Ὀρειβάσ.· πρβλ. προκάρπιον.