πολεμογράφος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=πολεμογρᾰ́φος | ||
|Medium diacritics=πολεμογράφος | |Medium diacritics=πολεμογράφος | ||
|Low diacritics=πολεμογράφος | |Low diacritics=πολεμογράφος |
Latest revision as of 12:05, 29 March 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ον, describing wars, αὐδά, of an historian, IG 42(1).687 (Epid., ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
πολεμογράφος: -ον, ὁ περιγράφων πολέμους, πολ. αὐδά, ἐπὶ ἱστορικοῦ συγγραφέως, Ἐπιγρ. Ἑλλ. (προοίμ.) 877b.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ιστορικό συγγραφέα) αυτός που περιγράφει πολέμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -γράφος].