θεοκήρυξ: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(b) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1196.png Seite 1196]] υκος, ὁ, Götter-, Opferherold, Hesych. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1196.png Seite 1196]] υκος, ὁ, Götter-, Opferherold, Hesych. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεοκῆρυξ]], ὁ (AM, Μ και [[θεοκήρυξ]])<br />ο [[κήρυκας]] του θεού, αυτός που κηρύσσει και εξηγεί τον λόγο του θεού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>oἱ θεοκήρυκες</i><br />[[οικογένεια]] στις Ελευθερές που υποστήριζε ότι κατάγεται από τον «θεῖον κήρυκα», τον Ταλθύβιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κήρυξ]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:21, 24 August 2022
German (Pape)
[Seite 1196] υκος, ὁ, Götter-, Opferherold, Hesych.
Greek Monolingual
θεοκῆρυξ, ὁ (AM, Μ και θεοκήρυξ)
ο κήρυκας του θεού, αυτός που κηρύσσει και εξηγεί τον λόγο του θεού
αρχ.
πληθ. oἱ θεοκήρυκες
οικογένεια στις Ελευθερές που υποστήριζε ότι κατάγεται από τον «θεῖον κήρυκα», τον Ταλθύβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + κήρυξ].