μειλιχόμητις: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
(a)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0116.png Seite 116]] sanftes Sinnes, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0116.png Seite 116]] sanftes Sinnes, Hesych.
}}
{{grml
|mltxt=[[μειλιχόμητις]], ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που έχει πράο χαρακτήρα, [[ήπιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μείλιχος]] <span style="color: red;">+</span> [[μῆτις]] «[[σκέψη]], [[φρόνηση]]» ([[πρβλ]]. [[αισχρόμητις]], [[ποικιλόμητις]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:56, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 116] sanftes Sinnes, Hesych.

Greek Monolingual

μειλιχόμητις, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που έχει πράο χαρακτήρα, ήπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + μῆτις «σκέψη, φρόνηση» (πρβλ. αισχρόμητις, ποικιλόμητις)].