Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυέξοδος: Difference between revisions

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
(a)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyeksodos
|Transliteration C=polyeksodos
|Beta Code=polue/codos
|Beta Code=polue/codos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with many outgoings, lavish</b>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Par.Ptol.</span>96</span>.</span>
|Definition=πολυέξοδον, [[with many outgoings]], [[lavish]], Procl.''Par.Ptol.''96.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0662.png Seite 662]] viel ausgehend, Procl.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0662.png Seite 662]] viel ausgehend, Procl.
}}
{{ls
|lstext='''πολυέξοδος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ἐξόδους, Νικήτ. Χων Χρον. ἐν κώδ. Γραικοβαρβάρῳ σ. 132, 23 καὶ 226, 19, ἔκδ. Bekk. ΙΙ. ὁ πολλὰ ἐξοδεύων, [[πολυδάπανος]], περὶ τὰς στολὰς πολυέξοδοι Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 96, 25.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυέξοδος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πολυδάπανος]], [[σπάταλος]]<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο απαιτούνται [[πολλά]] έξοδα, πολλές δαπάνες, [[δαπανηρός]] («πολυέξοδη [[θεραπεία]]»)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει πολλές εξόδους, πολλές πόρτες.
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυέξοδος Medium diacritics: πολυέξοδος Low diacritics: πολυέξοδος Capitals: ΠΟΛΥΕΞΟΔΟΣ
Transliteration A: polyéxodos Transliteration B: polyexodos Transliteration C: polyeksodos Beta Code: polue/codos

English (LSJ)

πολυέξοδον, with many outgoings, lavish, Procl.Par.Ptol.96.

German (Pape)

[Seite 662] viel ausgehend, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

πολυέξοδος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ἐξόδους, Νικήτ. Χων Χρον. ἐν κώδ. Γραικοβαρβάρῳ σ. 132, 23 καὶ 226, 19, ἔκδ. Bekk. ΙΙ. ὁ πολλὰ ἐξοδεύων, πολυδάπανος, περὶ τὰς στολὰς πολυέξοδοι Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 96, 25.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυέξοδος, -ον, ΝΜΑ
1. πολυδάπανος, σπάταλος
2. αυτός για τον οποίο απαιτούνται πολλά έξοδα, πολλές δαπάνες, δαπανηρός («πολυέξοδη θεραπεία»)
μσν.
αυτός που έχει πολλές εξόδους, πολλές πόρτες.