θρυμματίς: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θρυμματίς]], - | |mltxt=[[θρυμματίς]], -ίδος, ἡ (Α) [[θρύμμα]]<br />[[είδος]] πλακούντα με [[λίπος]], [[σιμιγδάλι]] και σύκα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:09, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, a sort of cake, Antiph.183.4, Philox.2.18, Luc. Lex.6.
German (Pape)
[Seite 1220] ίδος, ἡ, eine Art Kuchen, Poll. 6, 77; Philox. u. A. bei Ath. IV, 133 c 147 b; nach Phot. lex. Compot.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
sorte de compote.
Étymologie: θρύπτω.
Russian (Dvoretsky)
θρυμμᾰτίς: ίδος ἡ тримматида (сладкое кушанье: пирожное или компот) Luc.
Greek (Liddell-Scott)
θρυμμᾰτίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ζυμαρικοῦ, Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 5, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Β, «θρυματίς· σκεύασμα διὰ στέατος καὶ σεμιδάλεως καὶ συκαλίδων» Φωτίου Λεξ.
Greek Monolingual
θρυμματίς, -ίδος, ἡ (Α) θρύμμα
είδος πλακούντα με λίπος, σιμιγδάλι και σύκα.