ὀλιγοχρήματος: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oligochrimatos
|Transliteration C=oligochrimatos
|Beta Code=o)ligoxrh/matos
|Beta Code=o)ligoxrh/matos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">with little money</b>, παρακαταθήκη <span class="bibl">Ph.1.287</span>, al.</span>
|Definition=ὀλιγοχρήματον, of or [[with little money]], παρακαταθήκη Ph.1.287, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0322.png Seite 322]] von wenigem Vermögen, Philo.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0322.png Seite 322]] von wenigem Vermögen, Philo.
}}
{{ls
|lstext='''ὀλῐγοχρήμᾰτος''': -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ὀλίγων χρημάτων, [[ὀλιγοχρήματος]] [[παρακαταθήκη]] Φίλων τ. 1, σ. 341, 31.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀλιγοχρήματος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που απαιτεί [[δαπάνη]] λίγων χρημάτων, οδιγοδάπανος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από [[λίγα]] χρήματα («ὀλιγοχρημάτου παρακαταθήκης», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ό</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[χρῆμα]], -<i>ατος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοχρήμᾰτος Medium diacritics: ὀλιγοχρήματος Low diacritics: ολιγοχρήματος Capitals: ΟΛΙΓΟΧΡΗΜΑΤΟΣ
Transliteration A: oligochrḗmatos Transliteration B: oligochrēmatos Transliteration C: oligochrimatos Beta Code: o)ligoxrh/matos

English (LSJ)

ὀλιγοχρήματον, of or with little money, παρακαταθήκη Ph.1.287, al.

German (Pape)

[Seite 322] von wenigem Vermögen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοχρήμᾰτος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ὀλίγων χρημάτων, ὀλιγοχρήματος παρακαταθήκη Φίλων τ. 1, σ. 341, 31.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλιγοχρήματος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που απαιτεί δαπάνη λίγων χρημάτων, οδιγοδάπανος
αρχ.
αυτός που αποτελείται από λίγα χρήματα («ὀλιγοχρημάτου παρακαταθήκης», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό)- (βλ. λ. λιγο-) + χρῆμα, -ατος].