ὀλιγοχρήματος
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
English (LSJ)
ὀλιγοχρήματον, of or with little money, παρακαταθήκη Ph.1.287, al.
German (Pape)
[Seite 322] von wenigem Vermögen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοχρήμᾰτος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ὀλίγων χρημάτων, ὀλιγοχρήματος παρακαταθήκη Φίλων τ. 1, σ. 341, 31.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀλιγοχρήματος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που απαιτεί δαπάνη λίγων χρημάτων, οδιγοδάπανος
αρχ.
αυτός που αποτελείται από λίγα χρήματα («ὀλιγοχρημάτου παρακαταθήκης», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό)- (βλ. λ. λιγο-) + χρῆμα, -ατος].