ἐμπήδησις: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=empidisis
|Transliteration C=empidisis
|Beta Code=e)mph/dhsis
|Beta Code=e)mph/dhsis
|Definition=-εως, ἡ, [[leaping in]] or [[upon]], Hp.''Epid.''2.1.9.
|Definition=ἐμπηδήσεως, ἡ, [[leaping in]] or [[leaping upon]], Hp.''Epid.''2.1.9.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ιος, ἡ<br />[[impacto]], [[acometida]] γίνονται δὲ αὗται (ῥήξιες) ἢ ἀπὸ πληγῆς ... ἢ ἐμπηδήσιος ἑτέρου Hp.<i>Epid</i>.2.1.9.
|dgtxt=ἐμπηδήσιος, ἡ<br />[[impacto]], [[acometida]] γίνονται δὲ αὗται (ῥήξιες) ἢ ἀπὸ πληγῆς ... ἢ ἐμπηδήσιος ἑτέρου Hp.<i>Epid</i>.2.1.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] ἡ, das Daraufspringen, Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] ἡ, das [[Daraufspringen]], Hippocr.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπήδησις''': -εως, ἡ, τὸ ἐμπηδᾶν, Ἱππ. 1008G.
|lstext='''ἐμπήδησις''': ἐμπηδήσεως, ἡ, τὸ ἐμπηδᾶν, Ἱππ. 1008G.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπήδησις]], η (Α)<br />το να πηδάει ή να εφορμά [[κανείς]] [[εναντίον]] κάποιου.
|mltxt=[[ἐμπήδησις]], η (Α)<br />το να πηδάει ή να εφορμά [[κανείς]] [[εναντίον]] κάποιου.
}}
}}

Latest revision as of 07:55, 13 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπήδησις Medium diacritics: ἐμπήδησις Low diacritics: εμπήδησις Capitals: ΕΜΠΗΔΗΣΙΣ
Transliteration A: empḗdēsis Transliteration B: empēdēsis Transliteration C: empidisis Beta Code: e)mph/dhsis

English (LSJ)

ἐμπηδήσεως, ἡ, leaping in or leaping upon, Hp.Epid.2.1.9.

Spanish (DGE)

ἐμπηδήσιος, ἡ
impacto, acometida γίνονται δὲ αὗται (ῥήξιες) ἢ ἀπὸ πληγῆς ... ἢ ἐμπηδήσιος ἑτέρου Hp.Epid.2.1.9.

German (Pape)

[Seite 812] ἡ, das Daraufspringen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπήδησις: ἐμπηδήσεως, ἡ, τὸ ἐμπηδᾶν, Ἱππ. 1008G.

Greek Monolingual

ἐμπήδησις, η (Α)
το να πηδάει ή να εφορμά κανείς εναντίον κάποιου.