ἐμπήδησις

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπήδησις Medium diacritics: ἐμπήδησις Low diacritics: εμπήδησις Capitals: ΕΜΠΗΔΗΣΙΣ
Transliteration A: empḗdēsis Transliteration B: empēdēsis Transliteration C: empidisis Beta Code: e)mph/dhsis

English (LSJ)

ἐμπηδήσεως, ἡ, leaping in or leaping upon, Hp.Epid.2.1.9.

Spanish (DGE)

ἐμπηδήσιος, ἡ
impacto, acometida γίνονται δὲ αὗται (ῥήξιες) ἢ ἀπὸ πληγῆς ... ἢ ἐμπηδήσιος ἑτέρου Hp.Epid.2.1.9.

German (Pape)

[Seite 812] ἡ, das Daraufspringen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπήδησις: ἐμπηδήσεως, ἡ, τὸ ἐμπηδᾶν, Ἱππ. 1008G.

Greek Monolingual

ἐμπήδησις, η (Α)
το να πηδάει ή να εφορμά κανείς εναντίον κάποιου.