ἐξάρθρημα: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksarthrima
|Transliteration C=eksarthrima
|Beta Code=e)ca/rqrhma
|Beta Code=e)ca/rqrhma
|Definition=-ατος, τό, [[dislocation]], ib.58, Gal.6.876.
|Definition=ἐξαρθρήματος, τό, [[dislocation]], ib.58, Gal.6.876.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[dislocación]] ἤν γέ τι τοιοῦτον αὐτοὺς ἐ. καταλάβῃ Hp.<i>Art</i>.12, cf. 59, [[διακριτέον]] ... τὸ ἐ. δὲ ἀκίνητον εἶναι μέχρι τῆς διαστάσεως Sor.<i>Fract</i>.12, κἂν ... ἀνίατον ἐ. μείνῃ Gal.4.364, plu. (φλεγμονή) ἐξαρθρήμασί τε καὶ κατάγμασι ... ἐπιγίγνεται Gal.11.73, cf. 17(2).265, 18(2).867, Orib.49.14.11, Paul.Aeg.6.111.1.
|dgtxt=ἐξαρθρήματος, τό<br />medic. [[dislocación]] ἤν γέ τι τοιοῦτον αὐτοὺς ἐ. καταλάβῃ Hp.<i>Art</i>.12, cf. 59, [[διακριτέον]] ... τὸ ἐ. δὲ ἀκίνητον εἶναι μέχρι τῆς διαστάσεως Sor.<i>Fract</i>.12, κἂν ... ἀνίατον ἐ. μείνῃ Gal.4.364, plu. (φλεγμονή) ἐξαρθρήμασί τε καὶ κατάγμασι ... ἐπιγίγνεται Gal.11.73, cf. 17(2).265, 18(2).867, Orib.49.14.11, Paul.Aeg.6.111.1.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 21:
{{pape
{{pape
|ptext=Hippocr. = [[ἐξάρθρωμα]].
|ptext=Hippocr. = [[ἐξάρθρωμα]].
}}
{{trml
|trtx====[[dislocation]]===
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἔγκλισις]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἔξωσις]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang
}}
}}

Latest revision as of 05:28, 13 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάρθρημα Medium diacritics: ἐξάρθρημα Low diacritics: εξάρθρημα Capitals: ΕΞΑΡΘΡΗΜΑ
Transliteration A: exárthrēma Transliteration B: exarthrēma Transliteration C: eksarthrima Beta Code: e)ca/rqrhma

English (LSJ)

ἐξαρθρήματος, τό, dislocation, ib.58, Gal.6.876.

Spanish (DGE)

ἐξαρθρήματος, τό
medic. dislocación ἤν γέ τι τοιοῦτον αὐτοὺς ἐ. καταλάβῃ Hp.Art.12, cf. 59, διακριτέον ... τὸ ἐ. δὲ ἀκίνητον εἶναι μέχρι τῆς διαστάσεως Sor.Fract.12, κἂν ... ἀνίατον ἐ. μείνῃ Gal.4.364, plu. (φλεγμονή) ἐξαρθρήμασί τε καὶ κατάγμασι ... ἐπιγίγνεται Gal.11.73, cf. 17(2).265, 18(2).867, Orib.49.14.11, Paul.Aeg.6.111.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάρθρημα: τό, ἐκτοπισμὸς ὀστοῦ, «στραγγούλισμα», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789, προσέτι ἐξάρθρησις, εως, ἡ, αὐτόθι 821.

Greek Monolingual

το (Α ἐξάρθρημα) εξαρθρώ
εξάρθρωση.

German (Pape)

Hippocr. = ἐξάρθρωμα.

Translations